Οι ιδέες της κοινοκτημοσύνης, της αυτάρκειας και της αμφισβήτησης βρίσκονται στις ρίζες του διαδικτύου. Αλλά το δέντρο έχει μεγαλώσει και η επαφή με τις ρίζες έχει χαθεί. Ας δούμε τις δυνάμεις που οδηγούν στον κατακερματισμό του διαδικτύου και σε ένα περιβάλλον με προνομιακή πρόσβαση στην πληροφορία και τα εργαλεία.
Όποιο δρόμο και αν διαλέξουμε σε μια πορεία προς τις απαρχές του ψηφιακού μας κόσμου είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα «σκοντάψουμε» στη χίπικη κουλτούρα. Οι ιδέες της αυτάρκειας, της κοινοκτημοσύνης, της απελευθέρωσης από τα δεσμά της συμβατικής ζωής, των πειραματισμών, έχουν χαρακτηρίσει την εξέλιξη της ψηφιακής επανάστασης. Αν θέλετε ένα παράδειγμα δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε προς την Apple και τους ιδρυτές της. Είναι μάλλον αδύνατο να βρείτε σήμερα έναν χίπι στο φουτουριστικό κτίριο της εταιρείας, η χρηματιστηριακή αξία της οποίας ξεπερνά τα 3,6 τρισ. δολάρια (όσο το ΑΕΠ της Βρετανίας). Αλλά είναι ευκολότερο να βρείτε τις ιδέες του χίπι στη φιλοσοφία της εταιρείας και των ιδρυτών της.
Σκεφτείτε τη διάσημη διαφήμιση του 1984 και τις αναφορές της στη διαφορετική σκέψη και την απελευθέρωση.

Σκεφτείτε τη διάσημη ομιλία του Steve Jobs στην τελετή αποφοίτησης της τάξης του 2005 στο Πανεπιστήμιο Stanford. Η φράση “Stay hungry, stay foolish” δεν ήταν του συνιδρυτή της Apple. Ο ίδιος εξηγεί:
Προέρχεται από ένα περιοδικό – σημείο αναφοράς της χίπικης κοινότητας του Σαν Φρανσίσκο, το οποίο εκδίδονταν από το 1968 έως και τον Ιανουάριο του 1971. Το Whole Earth Catalog ήταν μια έκδοση αφιερωμένη στις ιδιοκατασκευές και στην ανταλλαγή ιδεών. Οποιοσδήποτε μπορούσε να συνεισφέρει στην ύλη της και, από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε τον έντυπο πρόγονο των σημερινών κοινωνικών δικτύων.

Το Whole Earth Catalog έμοιαζε με στοιχείο μια ουτοπίας και δεν ήταν το μόνο.
Το όραμα για τη διασύνδεση όλης της ανθρώπινης πληροφορίας μέσα από το πρόγραμμα Xanadu, μια πρόδρομη προσπάθεια να δημιουργηθεί κάτι που πέτυχε σχεδόν 30 χρόνια αργότερα ο Tim Berners-Lee, ενστερνίζονταν την ίδια φιλοσοφία. Αυτή της αυτάρκειας, της ανταλλαγής γνώσης, της δημιουργικότητας.
Η άδεια χρήσης GNU για ένα λογισμικό που μπορεί κάποιος να εγκαταστήσει και τροποποιήσει ελεύθερα, με μόνη προϋπόθεση να διανείμει δωρεάν τις εκδοχές που έχει δημιουργήσει, έχει επίσης χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στη χίπικη κοινότητα. Το ότι το ελεύθερο λογισμικό απογειώθηκε λίγες δεκαετίες αργότερα με ίσως πιο διάσημο παράδειγμα το φινλανδικής καταγωγής Linux αποδεικνύει πόσο γερές ήταν οι ρίζες που απλώθηκαν στη δυο ακτές των ΗΠΑ.
Όλα αυτά (και πολλά πολλά ακόμα) είναι κομμάτια μιας ουτοπίας, μιας ωραίας περιπέτειας που ξεκίνησε από κοιτώνες κολεγίων, υπόγεια σπιτιών, γκαράζ, πανεπιστημιακά εργαστήρια. Οι ψηφιακές μηχανές έγιναν κομμάτι της καθημερινότητάς μας και μέσω καλωδίων ή ραδιοκυμάτων γίνονται μέρος της εργασίας, της εκπαίδευσης, του ελεύθερου χρόνου μας.
Μόνο που η ουτοπία δεν είναι πια εδώ και αυτό που συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε ως ένας τεράστιος κυβερνοχώρος όπου «η πληροφορία είναι διαθέσιμη στις άκρες των δαχτύλων μας» σιγά σιγά σπάει σε κομμάτια.
Είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε στις αρχές του 21ου αιώνα και έκτοτε επιταχύνεται. Το σημερινό διαδίκτυο είναι πιο γρήγορο, πιο πλούσιο και από πολλές πλευρές πιο εντυπωσιακό από το διαδίκτυο του 1995 και, φυσικά, του 1975. Αλλά γίνεται επίσης όλο και πιο κατακερματισμένο. Πολιτικοί λόγοι, οικονομικοί λόγοι και επιχειρηματικά μοντέλα εντείνουν αυτόν τον κατακερματισμό. Σε κάποιες περιπτώσεις, η διάκριση αποκτά ακόμα και ταξικά χαρακτηριστικά.
Σινικά Τείχη «για το καλό σου»
Η Κίνα απέκτησε την πρώτη της σύνδεση με το διαδίκτυο κάπου στο 1986 με 1987 αλλά πρόσβαση σε αυτό είχαν μόνο κρατικοί αξιωματούχοι και καθηγητές πανεπιστημίων. Η πρόσβαση στο ευρύ κοινό επιτράπηκε το 1994 και σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε ο έλεγχος. Το 1997 ποινικοποιήθηκε η διάδοση «επιβλαβούς περιεχομένου» που έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και τα κρατικά συμφέροντα. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ο όρος «εθνική ασφάλεια» μπορεί να συμπεριλάβει ό,τι θέλει η εκάστοτε εξουσία. Το 2006 τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά (και πιο λειτουργικά) με την ενεργοποίηση ενός ψηφιακού Σινικού Τείχους. Ουσιαστικά, το διαδίκτυο της Κίνας έχει αρκετές διαφορές από το διαδίκτυο που έχουμε στη διάθεσή μας, καθώς διάσημες πλατφόρμες και υπηρεσίες δεν είναι διαθέσιμες στους Κινέζους χρήστες. Οι υπηρεσίες της Google και της Meta, το X, το Netflix, καθώς και λύσεις VPN είναι μερικά μόνο από περιεχόμενα του σχετικού καταλόγου.
Είναι άδικο όμως να λέμε ότι μόνο η Κίνα παρεμποδίζει την πρόσβαση των πολιτών (και των επισκεπτών) της στο διαδίκτυο.
Στη Βόρεια Κορέα πρόσβαση έχουν κυρίως αξιωματούχοι της κυβέρνησης και των ενόπλων δυνάμεων. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 30 websites σε λειτουργία στη χώρα, με υλικό που (φυσικά) επαινεί την κυβέρνηση και τον ηγέτη της χώρας.
Στο Ιράν, η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες της Δύσης προσπαθούν να αλλοιώσουν τον μουσουλμανικό και ιρανικό τρόπο ζωής και μπλοκάρει την πρόσβαση των πολιτών της σε διάφορες πλατφόρμες και υπηρεσίες, ενώ σε περιόδους αναταραχών επίσης την πρόσβαση σε συστήματα άμεσης ενημέρωσης όπως το Telegram, πρακτικές που έχουμε δει να εφαρμόζουν κατά καιρούς οι γειτονικές μας Αίγυπτος και Τουρκία. Βιετνάμ και Κούβα είναι επίσης χώρες όπου η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι αυστηρά ελεγχόμενη από την κυβέρνηση και τις κρατικές υπηρεσίες.
Ακριβή μου αριστερή λωρίδα
Το διαδίκτυο σχεδιάστηκε με βάση την αρχή της ισονομίας, όσον αφορά το πώς γίνεται η διαχείριση των διακινούμενων δεδομένων. Κοινώς, δεν υπήρχε κάποια κατηγορία δεδομένων που είχε μεγαλύτερη αξία έναντι κάποιας άλλης. Ανεξάρτητα από το αν επρόκειτο για μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή για κάποιο αρχείο που έπρεπε να φτάσει στο σημείο Β προερχόμενο από το σημείο Α, το δίκτυο ήταν απόλυτα δημοκρατικό και αδιάφορο. Αυτή είναι η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας και με αυτή πορευόμαστε εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη. Στην Αμερική η κατάσταση είναι διαφορετική. Τον Ιανουάριο του 2025, λίγες μόλις εβδομάδες πριν την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αμερικανικό δικαστήριο έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (η FCC) δεν μπορεί να θέτει κανόνες στους παρόχους πρόσβασης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζουν τα δεδομένα. Έτσι, οι εταιρείες πρόσβασης μπορούν να ορίζουν διαφορετικές χρεώσεις ανάλογα με τον τύπο των δεδομένων που εξυπηρετούν κάθε φορά. Θα μπορούν, για παράδειγμα, να επιβάλουν μια χαμηλή χρέωση για το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή την επίσκεψη σε σελίδες, μια λίγο μεγαλύτερη για πρόσβαση σε υπηρεσίες streaming με μεσαία ανάλυση και μια πιο μεγάλη για streaming σε 4Κ.
Η εξέλιξη ανησύχησε κυρίως τις πλατφόρμες streaming, που εκτιμούν ότι θα κληθούν από τους παρόχους πρόσβασης να πληρώνουν ώστε το περιεχόμενό τους να καταλήγει στον τελικό καταναλωτή. Στον αντίποδα, βέβαια, οι πάροχοι πρόσβασης είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν, βλέποντας ότι η απόφαση τους ανοίγει τον δρόμο για νέες πηγές εσόδων. Οι πάροχοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση αποτελεί «νίκη για τους Αμερικανούς καταναλωτές, η οποία θα οδηγήσει σε περισσότερες επενδύσεις, καινοτομία και ανταγωνισμό στη δυναμική ψηφιακή αγορά. Από τη γέννηση του διαδικτύου, οι [αμερικανικές] κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και των δύο κομμάτων έχουν αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα μιας ήπιας προσέγγισης στη ρύθμιση της ευρυζωνικής πρόσβασης. Η σημερινή απόφαση θα εδραιώσει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως της πιο προηγμένης ψηφιακής αγοράς στον κόσμο», ανέφεραν τότε οι πάροχοι σε μια κοινή τους δήλωση που, ίσως, να έχει μια (κάποια) επίδραση από την ιδεολογία του Make America Great Again. Η μπάλα τώρα βρίσκεται στο γήπεδο της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας που κάποια στιγμή θα κληθούν να νομοθετήσουν επί του θέματος.
Η Ευρώπη δεν επηρεάζεται απευθείας. Ωστόσο, αν οι εταιρείες streaming κληθούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις των παρόχων πρόσβασης θα μετακυλήσουν ένα μέρος αυτής της υποχρέωσης στους πελάτες τους. Θα δούμε, ίσως, τιμολόγια να αυξάνονται και να δημιουργούνται υπηρεσίες streaming με premium χαρακτηριστικά. Δεν θα είναι μεν κατάργηση της δικτυακής ουδετερότητας, αλλά θα είναι μιας μορφής διάκριση.
Περίκλειστοι κήποι με ψηλούς τοίχους
Τον κατακερματισμό του διαδικτύου ενισχύουν (ίσως και ενθαρρύνουν) τα κλειστά οικοσυστήματα που έχουν αναπτυχθεί την τελευταία 20ετία. Κάποια από αυτά δεν ήταν εξ αρχής κλειστά. Το νυν X και πρώην Twitter είχε αρκετό ανοικτό χαρακτήρα από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του. Μετά την εξαγορά του από τον Elon Musk απέκτησε διάφορες μορφές τοίχων. Η χρήση των APIs, των μηχανισμών που επιτρέπουν σε δυο διαφορετικές υπηρεσίες να «μιλούν» μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν δεδομένα, περιορίστηκε. Η αναζήτηση στο Χ μέσω εξωτερικών μηχανών (όπως της Google ή της Microsoft) περιορίστηκε και η απευθείας πρόσβαση σε μηνύματα και προφίλ χρηστών σχεδόν μηδενίστηκε. Το αποτέλεσμα. Πληροφορία που διακινείται στο Χ διακινείται στο υπόλοιπο διαδίκτυο μόνο με τους όρους του Χ που μπορεί να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή.
Πιο έντονο είναι το φαινόμενο των περίκλειστων κήπων στο περιβάλλον της Meta. Facebook και Instagram έχουν κάθε λόγο να διατηρούν τους χρήστες τους εντός των τειχών. Δέχονται εισερχόμενη πληροφορία από τρίτες πηγές, όμως και πάλι η αναζήτηση πληροφορίας και η επεξεργασία δεδομένων που διακινούνται σε αυτές τις πλατφόρμες είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στο LinkedIn όπου η διακινούμενη πληροφορία με τη μορφή αναρτήσεων ή ολόκληρων άρθρων παραμένει σε μεγάλο βαθμό εντός των τειχών και μακριά από την εμβέλεια του ραντάρ των μηχανών αναζήτησης.
Στη μάχη για τη διασφάλιση της προσοχής των χρηστών, τα συγκεκριμένα κοινωνικά δίκτυα αντιμετωπίζουν την πληροφορία που παράγεται στο εσωτερικό της ως δικό τους περιουσιακό στοιχείο. Την αναλύουν κατά το δοκούν και τη χρησιμοποιούν για να προβάλουν διαφημίσεις στις οθόνες των χρηστών τους. Οι επενδύσεις της Meta στην τεχνητή νοημοσύνη και σε συσκευές εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας ίσως αποδώσουν στο μέλλον. Για την ώρα, κρατάμε ότι το 97-98% των εσόδων του Facebook προέρχεται από τις διαφημίσεις που εμφανίζονται στις σελίδες του και αυτό εξηγεί για ποιο λόγο η πλατφόρμα θα ήθελε να κρατήσει τους χρήστες της εντός των τειχών για πάντα. Το περιβάλλον του TikTok τα ίδια ακριβώς πρεσβεύει.
Όμως αυτό κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τον ελεύθερο διαμοιρασμό της πληροφορίας, όπως οραματίζονταν οι πρωτοπόροι του διαδικτύου έξι δεκαετίες πριν.
Το τελευταίο διάστημα καταγράφεται μια τάση εξόδου χρηστών από τους περίκλειστους κήπους και η επιστροφή τους σε πιο ανοικτά συστήματα, όπως ίσως το Reddit. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η επιστροφή αποκτά βιώσιμα στοιχεία ή αν είναι μια μικρή ανάπαυλα μέχρι την είσοδο στον επόμενο περίκλειστο κήπο μένει να το δούμε.
Η επέλαση των συνδρομών
Το μοντέλο των συνδρομών για την πρόσβαση σε κάποιο είδος πληροφορίας ήταν σχετικά περιορισμένο ως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η Wall Street Journal ήταν η εφημερίδα που από την πρώτη ημέρα της εμφάνισής της στο διαδίκτυο εφάρμοσε συνδρομητικό μοντέλο και το παράδειγμά της ακολούθησαν λίγοι μεγάλοι τίτλοι στην αρχή. Μετά, ήρθε η Apple και με το iTunes επέκτεινε αυτό το μοντέλο στη μουσική. Σταδιακά, η ιδιοκτησία σε ένα προϊόν της μουσικής βιομηχανίας αντικαταστάθηκε από το… ενοίκιο. Η πλειονότητα των ακροατών μουσικής (ή καταναλωτών μουσικής κατά τους σύγχρονους όρους) δεν έχει άλμπουμ στην κατοχή της. Έχει δικαίωμα πρόσβασης σε καταλόγους τραγουδιών και αυτό το δικαίωμα ανανεώνεται με την καταβολή ενός μηνιαίου αντιτίμου.
Το ίδιο βλέπουμε στο λογισμικό. Από εφαρμογές που αγοράζαμε και εγκαθιστούσαμε στις συσκευές μας περάσαμε σε δικαίωμα χρήσης εφαρμογών που επίσης ανανεώνεται σε μηνιαία βάση. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται είτε σε εξαιρετικά ευρείας χρήσης λογισμικό όπως το Microsoft Office μέχρι σε εξειδικευμένα εργαλεία όπως η σειρά εφαρμογών της Adobe.
Βεβαίως υπάρχει η εναλλακτική του ανοικτού λογισμικού όπου δεν υπάρχουν συνδρομές. Η εγκατάσταση και χρήση είναι δωρεάν και για την υποστήριξη αναλαμβάνει μια ενθουσιώδης κοινότητα χρηστών και μια τεράστια βιβλιοθήκη γνώσης που δημιουργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως οι πολλοί επιλέγουν τη συνδρομή. Σχετική έρευνα του YouGov το 2022 έδειξε ότι το 30% των χρηστών λογισμικού επιλέγουν τη συνδρομή αντί της αγοράς.
Η οποία συνδρομή απλώνεται και στο ειδησεογραφικό μοντέλο, και τα τελευταία χρόνια την είδαμε να εισάγεται και στην ελληνική διαδικτυακή πραγματικότητα. Έχει άραγε ελπίδα; Στην ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Reuters και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για τον χώρο των ψηφιακών ειδήσεων το 2025, το 7% των Ελλήνων (έναντι 11% το 2024) δήλωνε ότι πληρώνει για να έχει πρόσβαση στην online ενημέρωσή του. Αντίστοιχα, στη Γερμανία το 2025 για πρόσβαση σε online ειδήσεις πληρώνει το 13% των χρηστών, στην Ιταλία το 9% και στην Πορτογαλία το 10%.
Βεβαίως εδώ η διαχωριστική γραμμή είναι σαφής. Όσοι έχουν την οικονομική άνεση, πληρώνουν για τη συνδρομή τους, όσοι δεν την έχουν αναζητούν λύσεις είτε στο πλαίσιο της νομιμότητας απευθυνόμενοι στην κοινότητα του ανοικτού λογισμικού είτε εκτός αυτού του πλαισίου.
Στις υπηρεσίες τεχνητής νοημοσύνης η διαχωριστική γραμμή τέθηκε από νωρίς. Ναι, σαφώς υπάρχει η επιλογή της δωρεάν πρόσβασης στα γλωσσικά μοντέλα και σε διάφορες εφαρμογές που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη. Όμως αν χρειάζεται κάποιος να κάνει το κάτι παραπάνω, θα πρέπει να πληρώσει – από 20 έως και μερικές εκατοντάδες ευρώ τον μήνα, ενώ οι βελτιώσεις των μοντέλων μπορεί να ανεβάσουν τον λογαριασμό, κρίνοντας από τα λεγόμενα του διευθύνοντος συμβούλου της OpenAI Sam Altman.
Με διάφορους τρόπους ο κατακερματισμός του διαδικτύου συνεχίζεται και μάλλον θα γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανής. Αν θέλετε, μπορούμε να κρατήσουμε μια αισιόδοξη στάση, αντανακλώντας τη στάση των πρωτοπόρων του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου που πολλοί από αυτούς υποθέτουμε ότι παρέμειναν αισιόδοξοι μέχρι τέλους. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι θα βρούμε έναν χίπι στο φουτουριστικό κτίριο της Apple και να διακρίνουμε κάτι από τη χίπικη κουλτούρα στο σημερινό διαδίκτυο.
Κάτι μας λέει, όμως, ότι θα δυσκολευτούμε αρκετά…