Για περίπου ένα αιώνα η δυνατότητα στην αυτοκίνηση θεωρείται δικαίωμα του σύγχρονου ανθρώπου. Μήπως ήρθε η ώρα να αμφισβητηθεί αυτή η “τυφλή εμπιστοσύνη” στο μέσο οδηγό;

Κάποτε στο μέλλον πιστεύω πως η ανθρωπότητα θα κοιτά πίσω με απορία εκείνη την περίοδο των 100-150 ετών που καθένας είχε τη δυνατότητα να κινεί με ταχύτητα εκατό και πλέον χιλιομέτρων στους δρόμους έναν τόνο σίδερο. Μιλάω φυσικά για τη δική μας περίοδο, για τα χρόνια που εμείς διανύουμε. Είναι στις δικές μας δεκαετίες που καθένας μας, ανεξαρτήτως των ικανοτήτων του ή της ψυχικής του κατάστασης, μπορεί να οδηγήσει έναν τόνο σίδερο, δηλαδή ένα αυτοκίνητο, με όση ταχύτητα θέλει και επιθυμεί μέσα σε πυκνοκατοικημένους δρόμους πόλεων όπου κινούνται τόσο άλλοι οδηγοί όσο και πεζοί.

Έφηβοι με τις ορμόνες τους στο κόκκινο, ηλικιωμένοι με τα αντανακλαστικά τους σε ύφεση, μεσήλικες και ένα σωρό έγνοιες στο μυαλό τους, άνθρωποι που ενδεχομένως δεν είναι στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση, παράνομοι που παραβιάζουν κάθε κανόνα και ηθική, μεθυσμένοι που απλά δεν τους νοιάζει τίποτα, επαγγελματίες στο κυνήγι του μεροκάματου, όλοι τους διεκδικούν μια θέση στο δρόμο, όλοι τους διαθέτουν έναν τόνο σίδερο που με ένα ανεπαίσθητο πάτημα στο γκάζι μπορεί να κινηθεί με θανάσιμη ταχύτητα.

Ιστορικά κάτι τέτοιο είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, ανήκουστο. Ουδέποτε η ανθρωπότητα επέτρεψε τέτοιες δυνατότητες στον μέσο άνθρωπο. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της καταγεγραμμένης ιστορίας μας η μετακίνηση των ανθρώπων γινόταν με τη βοήθεια ζώων. Παρότι ατυχήματα ήταν πιθανό να συμβούν, ούτε η ταχύτητα ούτε το ίδιο το μέσο πλησίαζαν σε τίποτα την επικινδυνότητα της σημερινής κατάστασης. Ακόμα και μετά τη βιομηχανική επανάσταση η μετακίνηση, με άμαξες, ήταν δουλειά επαγγελματιών. Προφανώς καθένας μπορούσε να αγοράσει ένα άλογο και να βγει στον δρόμο, όμως και το μέσο ήταν ακριβό, και επομένως σπάνιο, αλλά και η επικινδυνότητά του ήταν, σχετικά, μικρή – αν όχι για τον ίδιο τον αναβάτη τουλάχιστον σίγουρα για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούσαν τον ίδιο δρόμο.

Το γενικό δικαίωμα στην αυτοκίνηση

Όταν τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν, περίπου το 1880, θεωρήθηκαν τόσο επικίνδυνα ώστε, για μικρό χρονικό διάστημα, μπροστά τους αναγκαστικά έτρεχε ένας πεζός κρατώντας μια κόκκινη σημαία, ώστε να προειδοποιεί. Η συνέχεια, βέβαια, είναι σε όλους γνωστή: Ο Ford, αλλά και ο πόλεμος, συνέβαλαν ώστε καθένας μας να μπορεί να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Η δυνατότητα στην αυτό-κίνηση περίπου θεωρήθηκε δικαίωμα του σύγχρονου ανθρώπου, η δυνατότητα δηλαδή, εφόσον αντέχει το κόστος (το οποίο διαρκώς πέφτει), καθένας να έχει τη δυνατότητα να κατέχει αυτοκίνητο και να το χρησιμοποιεί περίπου όπως του κάνει κέφι.

Στο ίδιο πλαίσιο, αυτό του γενικού δικαιώματος στην αυτοκίνηση, κινήθηκε και το διοικητικό σύστημα της αδειοδότησης. Οι εξετάσεις για το δίπλωμα έγιναν απλές, απλούστατες ώστε οποιοσδήποτε να μπορεί να οδηγήσει. Οι ανανεώσεις διπλώματος είναι σχεδόν τυπικές διαδικασίες. Αφαίρεση διπλώματος γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο νόμος δηλαδή υποβοήθησε το δικαίωμα στην αυτοκίνηση. Η μόνη αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση είναι η ασφαλιστική κάλυψη, η οποία βέβαια δεν είναι τίποτα άλλο από έμμεση παραδοχή του προβλήματος, δηλαδή του εξαιρετικά αυξημένου κινδύνου.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω είναι η παράλειψη οποιωνδήποτε μέτρων για τον μετριασμό του κοινωνικού κινδύνου από την αυτοκίνηση. Δηλαδή, η οδήγηση αυτοκινήτου διευκολύνεται, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν ληφθεί μέτρα ώστε να προστατευτούν οι υπόλοιποι από το γεγονός ότι ένας μέσος άνθρωπος φαίνεται να απέκτησε ξαφνικά την, ανήκουστη, δυνατότητα να κινεί έναν τόνο με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα. Το κράτος εγκαθιστά κάποια μέτρα ασφάλειας (όπως τα φανάρια ή τα διαχωριστικά στις εθνικές οδούς ή η υποχρέωση ζώνης ασφαλείας) και επίσης ίδρυσε κατασταλτική αρχή για αντίστοιχες παραβάσεις (την τροχαία). Όμως, η βασική παραδοχή παραμένει ότι ο μέσος άνθρωπος, με ελάχιστη εκπαίδευση και με μερικές νομικές απαγορεύσεις και κανόνες, είναι σε θέση να ανταποκριθεί. Ότι δηλαδή, ο μέσος άνθρωπος μπορεί να οδηγήσει αυτοκίνητο με ασφάλεια για την κοινωνία γύρω του.

Ομοίως, και τα αυτοκίνητα είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε να προστατεύουν τον οδηγό τους και όχι την κοινωνία. Μέχρι πριν λίγο καιρό και με την εξαίρεση των νέων μοντέλων διέθεταν μέσα παθητικής και ενεργητικής ασφάλειας που ήταν στραμμένα κυρίως στον οδηγό και στους επιβαίνοντες και όχι σε όσους κινούνται, με τα πόδια ή σε άλλα οχήματα, έξω από αυτά. Πιθανώς η παραδοχή εδώ ήταν ότι κάθε οδηγός φροντίζει τον εαυτό του, αγοράζοντας το πιο ασφαλές αυτοκίνητο. Αυτό όμως δεν απαντά τι γίνεται με τους πεζούς ή τους άλλους οδηγούς γύρω του αν αυτό το αυτοκίνητο προκαλέσει ατύχημα – μέχρι τουλάχιστον να αντικατασταθεί, μετά από χρόνια, ο παγκόσμιος στόλος. Ούτε στο ερώτημα τι γίνεται αν αυτός ο οδηγός είναι αδιάφορος, παράνομος ή, προσωρινά, ανίκανος να οδηγήσει.

Μια νέα οπτική για το δικαίωμα στην οδήγηση

Όλα τα παραπάνω είναι πράγματα γνωστά, με αυτά ζούμε δεκαετίες τώρα. Τι θα μπορούσε να είναι διαφορετικό; Ολόκληρη η οπτική. Αντί για «λαϊκή» οδήγηση, δίπλωμα οδήγησης να έχουν μόνο επαγγελματίες. Αν αυτό ακούγεται δραστικό και πλέον ανεδαφικό, τότε άλλα, τεχνικά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί. Για παράδειγμα, αφού όρια ταχύτητας υπάρχουν, γιατί δεν υπάρχουν περιοριστές ταχύτητας («κόφτες») σε κάθε αυτοκίνητο; Ή «μαύρα κουτιά» σε καθένα από αυτά; Ή η ανάγκη ταυτοποίησης του οδηγού (πχ με δακτυλικό αποτύπωμα) πριν την εκκίνηση; Η οποία θα συνοδεύεται από δίπλωμα οδήγησης και ασφαλιστήριο σε ισχύ;

Με άλλα λόγια, η βασική παραδοχή της τυφλής εμπιστοσύνης στον μέσο οδηγό, και στην ικανότητα που όλοι αδιακρίτως ξαφνικά φαίνεται ότι απέκτησαν (ή πάντα είχαν) να κινούν έναν τόνο με εκατό χιλιόμετρα, που ζούμε σήμερα, θα μετατρεπόταν σε αμφισβήτηση και σε, αποτελεσματικό, έλεγχο με τεχνικά μέτρα.

Θα μπορούσε φυσικά να υποστηρίξει κανείς πως το γεγονός ότι θανατηφόρα και σοβαρά τροχαία είναι ποσοστιαία σπάνια γύρω μας αποδεικνύει ότι καλώς κάνουμε και εμπιστευόμαστε τον μέσο οδηγό. Ότι δηλαδή οδηγούνται εκατομμύρια αυτοκίνητα στον πλανήτη σήμερα και συγκριτικά λίγοι σκοτώνονται (αν μπορούν να θεωρηθούν λίγοι 1,35 εκατομμύρια άνθρωποι το χρόνο) ή μένουν ανάπηροι εξαιτίας τους. Σε ένα τέτοιο επιχείρημα θα είχα να αντιτάξω, εκτός από την ανυπέρβλητη αξία έστω και μιας ανθρώπινης ζωής, και το γεγονός ότι κάθε ένας οδηγός κατά την οδηγική του «καριέρα» εμπλέκεται σε πολλά ατυχήματα – το γεγονός ότι κανένα από αυτά δεν καταλήγει σοβαρό για τους περισσότερους μπορεί να αποδοθεί και στην τύχη…

Τη λύση τελικά φαίνεται ότι θα την δώσει η ψηφιακή τεχνολογία. Πως θα γίνει αυτό; Με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων αισθητήρων, με την ανάπτυξη όλο και πιο «έξυπνων» αυτοκινήτων που, τελικά, θα αφαιρέσουν την οδήγηση από τον μέσο άνθρωπο. Όσοι είναι τυχεροί να αγοράζουν κάθε τόσο νέα αυτοκίνητα σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει το φαινόμενο: κάθε νέο μοντέλο αφαιρεί οδηγικό αντικείμενο, μέσω αισθητήρων και τεχνολογιών που προειδοποιούν για (ή και εμποδίζουν) παράνομες συμπεριφορές. Άλλωστε, οχήματα με πλήρη έλλειψη οδηγού είναι γνωστό ότι ήδη δοκιμάζονται παντού στον κόσμο.

Όταν όλα αυτά διασυνδεθούν με το οδικό δίκτυο, το αποτέλεσμα νομίζω ότι θα καταστήσει την οδήγηση αγνώριστη: το μέλλον θα φέρει την πλήρως αυτοματοποιημένη οδήγηση, όπου ο μέσος άνθρωπος δεν θα μπορεί πλέον να κινήσει έναν τόνο ανάλογα με τις φυσικές του ικανότητες και την ψυχολογία στην οποία τυχαίνει να βρίσκεται. Αυτό σίγουρα θα κάνει αυτή τη δραστηριότητα λιγότερο ικανοποιητική για πολλούς – όμως, ταυτόχρονα, και πολύ ασφαλέστερη για όλους τους υπόλοιπους.