Η Ελλάδα επιχειρεί τη δική της “βουτιά” στην παραγωγή ταινιών και σειρών. Πόσο έτοιμοι είμαστε να κολυμπήσουμε;  

Η Γαλικία βρίσκεται καρφιτσωμένη στο βορειοδυτικό άκρο της ιβηρικής χερσονήσου. Είναι μια από τις αυτόνομες περιφέρειες της Ισπανίας, αλλά στον χάρτη αποτελεί τη γεωγραφική απόληξη της Πορτογαλίας. Κατοικείται από περίπου 2,7 εκατομμύρια Γαλικιανούς και βρέχεται από τον Ατλαντικό, την κανταβρική θάλασσα και τις νεροποντές που τη μουλιάζουν για περισσότερες από 120 μέρες τον χρόνο. 

Μέχρι πρόσφατα, η Γαλικία συγκαταλεγόταν στις «καθυστερημένες» επαρχίες της Ισπανίας. Οι δραστηριότητες των κατοίκων της περιορίζονταν στην αλιεία (στα παράλια), στη γεωργία (στις λιγοστές πεδιάδες) και στην κτηνοτροφία (στα υψίπεδα και τα βουνά που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενδοχώρας). Σε κάθε μεγάλη οικονομική κρίση οι Γαλικιανοί εγκατέλειπαν τον τόπο τους προκειμένου να αναζητήσουν καλύτερη τύχη είτε στο εξωτερικό (έχουν ιδρύσει μεγάλες κοινότητες στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβιδέο) ή στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες ισπανικές μητροπόλεις, στο Μπιλμπάο και στη Μαδρίτη. 

Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, η οικονομία της Γαλικίας έχει αλλάξει κατεύθυνση και επίπεδο. Η αναβάθμιση του εργοστασίου της PSA Peugeot Citroën στο Βίγκο, η εγκατάσταση των κεντρικών γραφείων της Inditex στη Λα Κορούνια (είναι ο όμιλος των Zara κλπ), αλλά και ο εναλλακτικός τουρισμός που αναπτύσσεται στην Κανταβρία έχουν εκτοξεύσει το ΑΕΠ της περιοχής και το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της. Εσχάτως, μια νέα βιομηχανία -αυτή της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων- αιμοδοτεί όλη την περιφέρεια με σημαντικά κεφάλαια και δημιουργεί καθημερινά θέσεις εργασίας. 

“Στη Γαλικία γυρίζονται ταινίες και σειρές. Αυτήν τη στιγμή, μάλιστα, σ’ αυτήν τη γωνίτσα της Ισπανίας βρίσκονται σε εξέλιξη τόσα πολλά πρότζεκτ, ώστε η περιοχή να θεωρείται αυτόνομο hub, αποσυνδεδεμένο από την έτσι κι αλλιώς μεγάλη μήτρα της ισπανικής παραγωγής”

Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του, ο Guardian έκανε μια απόπειρα να αναλύσει το «θαύμα» της κινηματογραφικής άνοιξης της Γαλικίας και να εξηγήσει τι είναι αυτό που την καθιστά τόσο γοητευτικό προορισμό για το Netflix, το HBO, το Amazon Prime και το Movistar+, τα δίκτυα που εδώ και δύο χρόνια έχουν εγκατασταθεί εκεί και δημιουργούν περιεχόμενο με εντελώς τοπικό χρώμα, το οποίο όμως, καταναλώνεται βουλιμικά από διαφορετικά κοινά σε όλες τις ζώνες του πλανήτη. 

Όπως σημειώνει η Julia Webster Ayuso, η ρεπόρτερ του Guardian, αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι που καθιστά τη Γαλικία ένα τόσο ενδιαφέρον studycase: Οι σειρές και οι ταινίες που γυρίζονται εκεί, γυρίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στα γαλικιανά, μια γλώσσα που μιλιέται από μόλις δυόμισι – τρία εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό δεν εμπόδισε παραγωγές όπως το O Sabor das Margaridas (Πικρές Μαργαρίτες) ή το El desorden que dejas (Το Χάος που άφησες πίσω) να γίνουν επιτυχίες στο Netflix. Το πρώτο ειδικά -οι Μαργαρίτες- βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια σταθερά στο Top 10 των δημοφιλέστερων σειρών της πλατφόρμας στις αγγλόφωνες χώρες. 

H Γαλικία είναι μια απτή απόδειξη για το ότι αυτό που είχαμε κάποτε στο μυαλό μας ως «εμπόδιο της γλώσσας» δεν υφίσταται πλέον. Ή τουλάχιστον δεν αποτελεί πια απροσπέλαστο σύνορο. Αντίθετα, μάλιστα, μια «εξωτική» γλώσσα και μια ιδιαίτερη εθνική κουλτούρα, ακόμα και μια μικροσκοπική κοινότητα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή η αφήγηση μιας ιστορίας με τοπικό χρώμα, μπορεί να αποδειχθούν στοιχεία που όχι απλώς δεν αποθαρρύνουν το παγκόσμιο κοινό, αλλά το γοητεύουν. Ακούγεται κάπως ειρωνικό αυτό κι ενέχει μια εγγενή υπαρξιακή αντίφαση, αλλά είναι μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται καθημερινά μπροστά στις οθόνες μας: το streaming και οι ψηφιακές πλατφόρμες διανομής ψυχαγωγικού περιεχομένου έδωσαν την ευκαιρία σε πολύ μεγάλη μερίδα του κοινού να παρεκκλίνει από το mainstream. Παρότι ως εργαλεία κατασκευάστηκαν για να σερβίρουν εύπεπτο περιεχόμενο στο ευρύτερο δυνατό κοινό -δυνητικά σε όλους- επέτρεψαν ταυτόχρονα στο ευρύ αυτό κοινό να εξερευνήσει καλλιτεχνικές δημιουργίες που ξεφεύγουν από τις νόρμες του Χόλιγουντ και τις καθιερωμένες αφηγηματικές φόρμες. 

Παράλληλα, το streaming άνοιξε την πόρτα του παγκόσμιου home entertainment σε πολλές «μικρές» ή «δύσκολες» αγορές, που μέχρι πρόσφατα είχαν ελάχιστες δυνατότητες να προβάλουν τα οπτικοακουστικά τους έργα έξω από τα εγχώρια σύνορά ή -έστω- έξω από τις γειτονικές ή συγγενείς τους πολιτισμικά χώρες. 

Η συνοπτική απλοϊκή εξήγηση γι’ αυτό το «θαύμα» του home entertainment είναι η παγκοσμιοποίηση. Διανύοντας πλέον την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι οι μόνοι τομείς στους οποίους παγκοσμιοποιηθήκαμε αυτοβούλως, αναίμακτα και με μια σχετική ισοτιμία είναι το Ίντερνετ και η ποπ κουλτούρα. Ο συνδυασμός τους ήταν απλά θέμα χρόνου και πολλαπλασιασμού των Mbps στις ιδιωτικές συνδέσεις. Στις μέρες μας όλοι καταναλώνουμε άφθονο περιεχόμενο (και μάλιστα το ίδιο περίπου περιεχόμενο), που έγινε φθηνό και προσβάσιμο χάρη στο Ίντερνετ, ενώ μετά επιστρέφουμε στο Ίντερνετ για το σχολιάσουμε, να το διαμοιράσουμε κλπ. 

Αρκετά πιο σύνθετες είναι οι απαντήσεις που καλούνται να βρουν οι «μικρές» ή «δύσκολες» αγορές προκειμένου να καταφέρουν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια των διεθνών παραγωγών και -ιδανικά- στο σαλόνι κάθε σπιτιού που διαθέτει μια τουλάχιστον οθόνη και μια ενεργή σύνδεση στο Ίντερνετ. Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις αγορές. Είμαστε μια μικρή χώρα με μεγάλη γεωφυσική ποικιλία που προσπαθεί -άλλοτε σπασμωδικά τώρα τελευταία με σχέδιο και καλύτερη συγκρότηση- να πάρει μερίδιο από την πολύ λαχταριστή πίτα της παγκόσμιας παραγωγής οπτικοακουστικών έργων. 

Το ρεπορτάζ που ακολουθεί προσπαθεί να ανιχνεύσει πού βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή στον συγκεκριμένο τομέα και πού στοχεύουμε. Αν, δηλαδή, φιλοδοξούμε κάποια στιγμή να γίνουμε Γαλικία, ή κάτι σαν βαλκανικό Χόλιγουντ ή -ακόμα καλύτερα- κάτι άλλο, μια νέα αγορά, με τα δικά μας χαρακτηριστικά, που θα γοητεύουν τις πλατφόρμες, τους παραγωγούς, το κοινό και τους ρεπόρτερ του Guardian. 

The way we do things 

Το ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας) είναι ο φορέας που πιο δυναμικά και με μεγαλύτερη εξωστρέφεια από οποιαδήποτε προϋπάρχουσα δομή προσπαθεί να καταστήσει τη χώρα μας πόλο έλξης για τις εταιρείες και τα μεγάλα στούντιο του εξωτερικού, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τους Έλληνες δημιουργούς και τις εγχώριες παραγωγές. 

Το ΕΚΟΜΕ ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του 2017 και, σύμφωνα με τα στοιχεία που πολύ πρόθυμα μας παραχώρησε, μέσα σε τρία χρόνια (Απρίλιος 2018 – Απρίλιος 2021) έχει υποστηρίξει συνολικά 125 παραγωγές.

“Από τις παραγωγές που έχει υποστηρίξει το ΕΚΟΜΕ, οι 65 ήταν ελληνικές και οι 60 διεθνείς – στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκές, αλλά και από τις ΗΠΑ, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Κορέα και την Κίνα”

Όλα αυτά, σε περισσότερες από 150 διαφορετικές τοποθεσίες στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Ανάμεσα στα επιλεχθέντα locations συναντάμε κάποια αναμενόμενα τοπόσημα (Δήλος, Μετέωρα, Μονεμβασιά, Άγιο Όρος), αλλά και απρόβλεπτες επιλογές όπως η Θήβα, τα Μέγαρα και η Αλίαρτος. 

Η Βασιλική Διαγουμά, επικεφαλής του Τμήματος Επικοινωνία και Διεθνών Σχέσεων του ΕΚΟΜΕ, μιλάει με ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση για τη δουλειά που έχει γίνει μέχρι σήμερα και -κυρίως- για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το πρόγραμμα τους μήνες που προηγήθηκαν, στη σκληρή περίοδο της πανδημίας: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, με την παγκόσμια οπτικοακουστική παραγωγή να δέχεται ένα τεράστιο πλήγμα, εμείς καταφέραμε να βγούμε μπροστά ως μια από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες στο κομμάτι των παραγωγών. Από το πρώτο κιόλας λοκντάουν επιλέξαμε συνειδητά να κρατήσουμε το χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ΕΚΟΜΕ ανοιχτό. Συνεχίσαμε να δεχόμαστε αιτήσεις, ο μηχανισμός του cash rebate λειτουργούσε κανονικά, προγραμματίζαμε τις δουλειές των επόμενων μηνών. Οπότε, με το που έγινε η άρση του πρώτου λοκντάουν, εδώ άρχισαν αμέσως γυρίσματα. Η αγορά το εκτίμησε αυτό. Δείξαμε στο εξωτερικό ότι δουλεύουμε με σύστημα και ότι είμαστε αξιόπιστοι ακόμα και στις συνθήκες της πανδημίας». 

Όπως εξηγεί η κ. Διαγουμά, ο Covid οδήγησε μοιραία σε πολλές αναβολές και σε κάποιες ακυρώσεις, αλλά εμείς ως Ελλάδα δεν βγήκαμε χαμένοι. «Υπήρξαν, για παράδειγμα, παραγωγές που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάρτιο του 2020, οι οποίες αναγκάστηκαν να μετακομίσουν τον Ιούλιο ή τον Σεπτέμβριο. Έγιναν, όμως. Επιπλέον, ήρθαν στη χώρα μας και κάποιες παραγωγές που είχαν αρχικά προγραμματιστεί για άλλες χώρες. Παρά τους περιορισμούς στα ταξίδια και τις μετακινήσεις και μέσα σε όλα τα προβλήματα, η Ελλάδα αποδείχθηκε σφαλές περιβάλλον για γυρίσματα. Οι κάμερες δούλευαν μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου, όταν ξεκίνησε το δεύτερο μεγάλο λοκντάουν. Εξυπακούεται ότι παράλληλα με τις διεθνείς παραγωγές κρατήθηκε ζωντανή και η εγχώρια παραγωγή, δούλευαν κανονικά και οι δικοί μας επαγγελματίες». 

Οι επόμενοι μήνες θα είναι σίγουρα ενδιαφέροντες, αφού θα υποδεχτούμε αρκετές διεθνείς παραγωγές μεγάλης εμβέλειας: Η Disney+ θα γυρίσει στις γειτονιές της Αθήνας σημαντικό μέρος από τη βιογραφία του Γιάννη Αντετονκούμπο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ θα βρεθεί στα νησιά για τα γυρίσματα του Cyclades, ενώ στο τέλος του καλοκαιριού θα γυριστεί σε Αττική και Πελοπόννησο ο Γάμος αλά Ελληνικά 3 (σε σκηνοθεσία της Νία Βαρντάλος και παραγωγή του ζεύγους Τομ Χανκς – Ρίτα Ουίλσον). Ο Ντάνιελ Κρεγκ θα βρεθεί τον Ιούνιο στο Πόρτο Χέλι για το σίκουελ του καθηλωτικού Knives Out, ενώ στην Αττική θα γυριστεί η επόμενη ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (με πρωταγωνιστή τον πάντα συγκινητικό Μαντς Μίκελσεν), αλλά και κάποια επεισόδια της τρίτης σεζόν του Jack Ryan.

Η Βασιλική Διαγουμά μπορεί να μιλάει για ώρες για πρότζεκτ που πραγματοποιήθηκαν ή που πρόκειται να γίνουν. Αγαπάει το namedropping, όπως κάθε geek της μυθοπλασίας και αφηγείται από το τηλέφωνο συναρπαστικές ιστορίες, όπως η συνάντηση του Μίκι Ρουρκ με τον Άρη Σερβετάλη στο ίδιο πλατό ή το επικό 48ωρο των γυρισμάτων του Born to be Murdered στην πλατεία Συντάγματος. Αγαπάει όμως και τα hard facts -τους αριθμούς και τα ποσοστά- γιατί αυτά είναι που καθιστούν την Ελλάδα ανταγωνιστική. 

Αυτήν τη στιγμή, λοιπόν, το πρόγραμμα του ΕΚΟΜΕ πρσφέρει τρία σημαντικά κίνητρα / εργαλεία στους ξένους και Έλληνες δημιουργούς που αποφασίζουν να ξεκινήσουν γυρίσματα στη χώρα: την επιστροφή cash rebate ύψους 40%, σημαντικές φοροελαφρύνσεις (tax relief 30%), αλλά και γρήγορες διαδικασίες. «Το σύστημά μας είναι πλέον αυτοματοποιημένο, όλα γίνονται ψηφιακά», υπογραμμίζει η κ. Διαγουμά. «Οι επιτροπές μας δουλεύουν 24/7, οπότε το rebate είναι ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Έχουμε καταφέρει να έχουμε μια συνεχόμενη ροή στις διαδικασίες και ελαχιστοποίηση της γραφειοκρατίας. Το ελληνικό rebate είναι ένα από τα πιο θελκτικά -το 40% είναι πολύ μεγάλο ποσοστό- αλλά πάντα προσπαθούμε να βελτιώσουμε τον τρόπο που λειτουργεί – τη διαδικασία υπαγωγής στο πρόγραμμα, το μίνιμουμ της δαπάνης που πρέπει να καταναλώσεις για να είσαι επιλέξιμος. Σημαντικό βήμα αποτελεί και η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου που πέρασε το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για πάρα πολύ υψηλού προϋπολογισμού παραγωγές. Πλέον, σε πρότζεκτ που έχουν επιλέξιμες δαπάνες πάνω από οκτώ εκατομμύρια ευρώ στη χώρα, δίνεται η δυνατότητα -για κάποιες κατηγορίες δαπανών- να είναι επιλέξιμα τιμολόγια τα οποία θα εκδοθούν στο εξωτερικό για το τμήμα εκείνο της εργασίας που παρασχέθηκε στην Ελλάδα». 

Η Μαρίλια Σταυρίδου, έμπειρη παραγωγός και development executive στην ελληνική εταιρεία Indigo View εκτιμά ότι το ελληνικό πρόγραμμα του cash rebate είναι όντως ανταγωνιστικό, αλλά σίγουρα επιδέχεται κάποιων βελτιώσεων: «Κατ’ αρχάς, μιλάμε για ένα πρόγραμμα που έγινε με τον σωστό τρόπο. Αυτοί που το έφτιαξαν μελέτησαν τον ανταγωνισμό και πήραν απ’ όλους τα καλύτερα στοιχεία. Πριν το ΕΚΟΜΕ χάναμε παραγωγές λόγω γραφειοκρατίας ή πήγαιναν σε πολύ μικρότερες χώρες επειδή απλώς δεν μας ήξεραν – έπρεπε κάθε ελληνική εταιρεία να βρει τον τρόπο να πείσει την ξένη εταιρεία ότι μπορεί να δουλέψει στη χώρα μας. Το σύστημα της υπαγωγής είναι λειτουργικό και αυτοματοποιημένο, αλλά θα μπορούσε να είναι λίγο πιο εύκολο. Κι εκεί, όμως, υπάρχει καλή υποστήριξη από το δίκτυο του ΕΚΟΜΕ. Αν έχεις κάνει λάθη σε βοηθούν να τα διορθώσεις και σε ενημερώνουν εγκαίρως για τις προθεσμίες. Η πρόθεση είναι πάντα να βοηθηθούν αυτοί που κάνουν την αίτηση και να πάρουν τα χρήματά τους, ενώ έχουν βελτιωθεί και οι χρόνοι απόκρισης. Πάντα, όμως, υπάρχει περιθώριο για μείωση της γραφειοκρατίας». 

Ως προς τα οικονομικά κίνητρα, η Μαρίλια θεωρεί ότι είμαστε πλέον πολύ ανταγωνιστικοί. «Το 40% είναι ένα πολύ καλό ποσοστό, δεδομένου ότι εδώ έχουμε και χαμηλά κόστη και αρκετά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Το ίδιο ποσοστό πχ έχει και η Γαλλία, αλλά με πολύ υψηλότερους μισθούς και με πολύ χειρότερο καιρό». Σε πολύ καλό επίπεδο κυμαίνονται και οι υπηρεσίες που μπορούμε να προσφέρουμε: «Έχουμε πολύ καλά συνεργεία και εξαιρετικούς παραγωγούς, ανθρώπους σπουδαγμένους στο εξωτερικό, με πολύ μεγάλη εμπειρία». Σε τι δεν είμαστε ανταγωνιστικοί; «Αυτό που βασικά μας λείπει είναι τα στούντιο», σημειώνει η Μαρίλια. «Οι μεγάλες εγκαταστάσεις που δίνουν την ασφάλεια σε κάποιες εταιρείες που έχουν μάθει να δουλεύουν σε στούντιο. Με εξαίρεση αυτού του είδους τις υποδομές, είμαστε έτοιμοι για το επόμενο βήμα».

“Στα τρία χρόνια της λειτουργίας του, το πρόγραμμα του ΕΚΟΜΕ έχει αποφέρει 127,5 εκατομμύρια ευρώ, με την δημόσια δαπάνη (επιστροφή cash rebate) να ανέρχεται περίπου στα 46 εκατομμύρια ευρώ”

Είναι ένα ικανοποιητικό ποσό; Όπως εξηγεί η κ. Διαγουμά, «για κάθε ένα ευρώ που επιστρέφουμε, μας έχει ήδη δώσει ο επενδυτής τέσσερα ευρώ τιμολογημένα, φορολογημένα κλπ. Είναι τέσσερα ευρώ που έχουν κατανεμηθεί σε όλη την οικονομία, όχι στην τσέπη ενός». 

Παράλληλα, οι ξένες παραγωγές που γυρίζονται στην Ελλάδα επιφέρουν και οφέλη που δεν αποτιμώνται με χρήματα: «η τεχνογνωσία και το expertise που αποκτά ένα ελληνικό συνεργείο που εργάζεται σε μια ξένη παραγωγή, τα credits που παίρνουν οι συντελεστές, τα βιογραφικά και τα portfolios που εμπλουτίζονται». Επιπλέον, υπάρχουν άμεσα οφέλη για την τοπική οικονομία και μακροπρόθεσμα για το branding της τοποθεσίας που έχει χρησιμοποιηθεί για γυρίσματα. «Πέρα από το έσοδο της επένδυσης αυτής καθαυτής, συνυπολογίζουμε τα κέρδη που αποκομίζουν οι επαγγελματίες και ο χώρος συνολικά, αλλά και το πώς κάποιες περιοχές που έχουν χρησιμοποιηθεί για γυρίσματα αναδεικνύονται ως εμβληματικές». 

Η καμπάνια του ΕΚΟΜΕ λέγεται Studio Greece: Your Idea in Action και σύμφωνα με τη Βασιλική Διαγουμά, «παρουσιάζει τη χώρα ως ένα απέραντο φυσικό στούντιο, στο οποίο κάθε δημιουργός μπορεί να κάνει την ιδέα του πράξη από την αρχή μέχρι το τέλος – from concept to realisation. To μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να το χρειάζεται ένας δημιουργός και να μην μπορεί να το προσφέρει η Ελλάδα. Βεβαίως, έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε σε κάποια θέματα που σχετίζονται με υποδομές και διαδικασίες, αλλά είμαστε στη φάση που βελτιώνουμε διαρκώς πράγματα. Δεν είναι αρκετό να πλασάρουμε προς τα έξω την ιστορία και τον αρχαίο πολιτισμό μας. Μπορούμε να κάνουμε γοητευτικό τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Και για μένα, ο σύγχρονος πολιτισμός είναι the way we do things. Τα πράγματα που φτιάχνουμε τώρα αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα φτιάχνουμε». 

Πώς μας βλέπουν οι ξένοι 

Ο Μανώλης Εμμανουήλ είναι ηθοποιός που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο κι έχει συμμετάσχει σε δύο μεγάλες βρετανικές παραγωγές που γυρίστηκαν στη χώρα μας. Η πιο πρόσφατη είναι το Greed του Μάικλ Γουίντερμποτομ. Η ταινία είναι μια αποσπασματική φανταστική βιογραφία του δισεκατομμυριούχου σερ Ρίτσαρντ Μακρίντι και περιστρέφεται γύρω από την απόφασή του να γιορτάσει τα εξηκοστά του γενέθλια με ένα τεράστιο πάρτι στη Μύκονο. Πρωταγωνιστής του φιλμ είναι ο Στιβ Κούγκαν, αγαπημένος ηθοποιός του Γουίντερμποτομ, ενώ καλεσμένοι στο πάρτι είναι διάφοροι βρετανοί σελέμπριτι αλλά και σταρ μεγάλου βεληνεκούς. 

«Τα γυρίσματα κράτησαν δύο μήνες, από τον Σεπτέμβρη ως τον Νοέμβρη του 2018», αφηγείται ο Μανώλης Εμμανουήλ. «Σ’ αυτό το διάστημα εργάστηκαν στο νησί 70 περίπου άτομα που ήρθαν από το εξωτερικό, 15 Σύριοι που ήρθαν από την Αθήνα για τις ανάγκες της ταινίας και περισσότεροι από 100 κομπάρσοι. Το locations της ταινίας ήταν το Super Paradise, η Ψαρού, το Jackie o Bar και κάποια πολυτελή ξενοδοχεία, αλλά έγιναν και κάποια γυρίσματα στη Δήλο. Εκτός από τον Κούγκαν, για όλη την περίοδο των γυρισμάτων έμειναν στο νησί οι συμπρωταγωνιστές του, η Ίσλα Φίσερ, ο Άζα Μπάτερφιλντ (ο πιτσιρικάς του Sex Education) και το σούπερμοντελ Σανίνα Σάικ, ενώ πέρασαν για λιγότερες ή περισσότερες μέρες και άλλα μεγάλα ονόματα, όπως ο υπέροχος Στίβεν Φράι».

Όλοι τους έβγαιναν κάθε βράδυ για διασκέδαση στη Μύκονο, σε εστιατόρια, μπαρ και κλαμπ, ενώ οι περισσότεροι έκαναν και αρκετά ψώνια πριν φύγουν ή και κατά τη διάρκεια της διαμονής τους. «Ειδικά η Σανίνα άφησε πολλά λεφτά στις μπουτίκ του νησιού, κάθε μέρα επέστρεφε στο ξενοδοχείο φορτωμένη με ψώνια», σχολιάζει ο Μανώλης Εμμανουήλ, επιβεβαιώνοντας ότι η έτσι κι αλλιώς προνομιούχα τοπική οικονομία της Μυκόνου όντως ενισχύθηκε από την παρουσία στο νησί των συντελεστών της ταινίας. Προς το τέλος, των γυρισμάτων, μάλιστα, κάποια καταστήματα που υπό κανονικές συνθήκες θα έκλειναν επειδή η σεζόν είχε πια τελειώσει, παρέμειναν ανοιχτά για να εξυπηρετούν την ομάδα του Greed.  

Ο Μανώλης εκτιμά ότι η συνολική εμπειρία των ηθοποιών, του συνεργείου και των παραγωγών από την Ελλάδα ήταν εξαιρετική, αλλά σημειώνει δεν έλειψαν και κάποια προβλήματα: «Παρότι η γραφειοκρατία ήταν λυμένη εγκαίρως και εύκολα, παρουσιάστηκαν κάποια εμπόδια on location. Με τις παραλίες, κυρίως – παρά το γεγονός ότι όλες οι άδειες είχαν εκδοθεί και πληρωθεί προκαταβολικά, κάποιες χρειάστηκε να ξαναβγούν και, συνεπώς, να πληρωθούν δεύτερη φορά». Ο ίδιος ο Γουίντερμποτομ, πάντως, τη λάτρεψε την Ελλάδα. «Δεν είναι τυχαίο ότι έπειτα από μερικούς μήνες επέστρεψε, μαζί με τον Κούγκαν, για να γυρίσει το Trip to Greece». 

To Greed ήταν ένα από τα πολλά παράπλευρα κινηματογραφικά θύματα της πανδημίας. Το λοκντάουν που επιβλήθηκε ταυτόχρονα σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη δεν επέτρεψε μια κανονική διανομή του στις αίθουσες. Η ταινία πρόλαβε να κάνει πρεμιέρα στο Λονδίνο και στο φεστιβάλ του Τορόντο και επανεμφανίστηκε πριν από μερικούς μήνες, όταν την αγόρασε το Amazon Prime. Έστω κι έτσι, ο Μανώλης Εμμανουήλ εκτιμά ότι λειτούργησε ως εξαιρετική διαφήμιση για τη Μύκονο.

“Στη Βρετανία τουλάχιστον, στις κριτικές και στα reviews του Greed, όλοι σημειώνουν ότι σε πρώτη ευκαιρία θα κλείσουν αεροπορικό εισιτήριο για τη Μύκονο”

Η προηγούμενη εμπειρία του από γύρισμα στην Ελλάδα ήταν για μια παραγωγή εντελώς διαφορετικού τύπου. Συμμετείχε στον πρώτο κύκλο του τηλεοπτικού The Durrels του BBC, τα γυρίσματα του οποίου πραγματοποιήθηκαν στην Κέρκυρα. Εκεί εργάστηκαν σε όλα τα στάδια της παραγωγής πολλοί Έλληνες επαγγελματίες: ηθοποιοί (είχε γίνει κάστινγκ και στην ΑΘήνα), αλλά και παραγωγοί, locations managers και τεχνικά συνεργεία. Ο Μανώλης επιβεβαιώνει ότι, τόσο οι συνεργασίες όσο και συνολικά τα γυρίσματα, πραγματοποιήθηκαν απρόσκοπτα. Μέχρι και σήμερα, όταν επικοινωνεί με ανθρώπους που δούλεψαν στο The Durrels, όλοι αναπολούν εκείνη την περίοδο με νοσταλγία. 

Στην πορεία της συζήτησής μας, σχολιάζω με μια δόση χιούμορ ότι στον τομέα των locations ήταν πολύ τυχερός, αφού κλήθηκε να εργαστεί σε δύο πανέμορφα και πολύ τουριστικά νησιά. Ο ίδιος δεν το θεωρεί και τόσο τυχαίο. Για τους Άγγλους, η Ελλάδα είναι ταυτόσημη με τα νησιά και τη θάλασσα. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τους Άγγλους παραγωγούς. Η εικόνα που έχουν για τη χώρα μας παραμένει κάπως «τουριστική». Όπως  εξηγεί χαρακτηριστικά, «οι Βρετανοί δημιουργοί επιλέγουν την Ελλάδα κατά βάση λόγω της γεωγραφίας της. Για τον ήλιο, τη θάλασσα και τα τοπία. Μας βλέπουν ακόμα σαν μια γοητευτική καρτ ποστάλ». 

Όχι άλλος ήλιος και θάλασσα

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να επιστρέψουμε για λίγο στη βροχερή Γαλικία και να κρατήσουμε μία ακόμα σημείωση από το ρεπορτάζ του Guardian. Εκτός από τα ήδη διάσημα αστυνομικά νουάρ O Sabor Des Margaridas και El desorden que dejas του Netflix, έχουν ήδη γυριστεί εκεί δύο ακόμα σειρές μυστηρίου: το Auga Seca του HBO και το La Unidad του Movistar+, ενώ έχει προγραμματιστεί και μια αντίστοιχη παραγωγή του Amazon Prime. 

Με κάποιον τρόπο που σίγουρα αξίζει να μελετήσουμε, οι Γαλικιανοί έχουν καταφέρει όχι μόνο να γυρίζουν διεθνείς τηλεοπτικές σειρές στη γλώσσα τους, αλλά και οι σειρές αυτές να μην έχουν τίποτα «τουριστικό» και καμία αναφορά στην ιστορία ή τις παραδόσεις της περιοχής. Δεν αφηγήθηκαν ιστορίες για τους πειρατές και τους λαθρεμπόρους που διαφέντευαν για αιώνες τις ακτές τους, ούτε ρομαντικά ειδύλλια με φόντο τη σαγηνευτική θάλασσα της Κανταβρίας. Αφοσιώθηκαν σε ένα πολύ σημερινό είδος αφήγησης, το οποίο επιτρέπει γυρίσματα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και αξιοποιεί όχι μόνο τα γεωγραφικά highlights του τοπίου της, αλλά και τα αστικά κέντρα, τα μικρά και μεγαλύτερα χωριά – όλα τα μέρη, όμορφα ή άσχημα, καθαρά ή βρώμικα μπορούν να αποτελέσουν το σκηνικό ενός εγκλήματος.

Εννοείται ότι οι γαλικιανοί δεν ανακάλυψαν την Αμερική. Στην πραγματικότητα δεν ανακάλυψαν ούτε καν το σύγχρονο νουάρ με ονομασία προέλευσης – οι Σκανδιναβοί το έκαναν πριν απ’ αυτούς και το αρμέγουν με μεγάλη επιτυχία εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Κάτι ανάλογο χτίστηκε -και μάλιστα θεσμικά, με τη συμμετοχή κρατικών φορέων- στην Κορέα. Η K-Pop αυτήν τη στιγμή είναι ένα παγκόσμιο trend, παρότι έρχεται από μια χώρα «εξωτική» και δυσνόητη πολιτισμικά. 

Ίσως κάτι παρόμοιο πρέπει να επιχειρήσουμε κι εμείς. Να απομακρυνθούμε από το φολκλόρ και την τυποποίηση που ναι μεν βολεύει, αλλά δεν σε φτάνει ποτέ πολύ μακριά και να επαναπροσδιοριστούμε με νέους όρους.

“Ίσως αυτό που τελικά θα μας βάλει για τα καλά στον χάρτη των μεγάλων παραγωγών να μην είναι οι ξένες ταινίες και σειρές που θα γυρίζονται στη χώρα μας, αλλά οι ελληνικές ταινίες και σειρές που θα προβάλλονται -μέσω των πλατφορμών streaming- σε ολόκληρο τον έξω κόσμο” 

Η Βασιλική Διαγουμά, πάντως, εκτιμά ότι δεν απέχουμε πολύ από το να δίνουμε περιεχόμενο σε πλατφόρμες. Αναφέρει ως παραδείγματα το εξαιρετικό Έτερος Εγώ της Cosmote TV, τις επιτυχημένες Άγριες Μέλισσες του ΑΝΤ1 και τον κινηματογραφικής αισθητικής Σιωπηλό Δρόμο που μόλις άρχισε να προβάλλεται στο Mega, σχολιάζοντας ότι «είναι προϊόντα που έχουν τις προδιαγραφές για να μπορούν να προβληθούν και να πουληθούν προς τα έξω». Κατά τη γνώμη της, οι ελληνικές εταιρείες έχουν πλέον ένα λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να είναι δημιουργικές. Τα χρηματοδοτικά και υποστηρικτικά εργαλεία του ΕΚΟΜΕ ισχύουν στο ακέραιο και για τους Έλληνες παραγωγούς και έχουν ήδη βοηθήσει πολύ στην επανενεργοποίηση της τηλεοπτικής μυθοπλασίας στη χώρα μας: «Παρακολουθώ την εξέλιξη των τηλεοπτικών παραγωγών από το 2018 που ξεκινήσαμε και είναι σίγουρο ότι εξελίσσονται. Η ποιότητα έχει αναβαθμιστεί, έχουμε καλύτερα σενάρια, φρέσκες ιστορίες», σημειώνει η κ. Διαγουμά.  

Η Μαρίλια Σταυρίδου της Indigo View συμφωνεί ότι η εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή ξαναμπαίνει σε μια καλή τροχιά: «Η τηλεόραση προχωράει, παρά τις απανωτές κρίσεις – την οικονομική που προηγήθηκε και την υγειονομική που βιώνουμε τώρα. Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό: η ανάγκη για περιεχόμενο. Τα κανάλια χρειάζονται μυθοπλασία στα προγράμματά τους και απ’ όσο ξέρω αυτήν τη στιγμή ετοιμάζονται πολλές νέες σειρές. Είμαστε σίγουρα σε έναν καλό δρόμο, αλλά δεν είναι όλα ανθηρά. Δεν ζούμε ακόμα την Άνοιξη της ελληνικής παραγωγής. Το επίπεδό μας και το σημείο όπου βρισκόμαστε θα φανεί καλύτερα όταν προβληθούν αρκετές από τις παραγωγές που ετοιμάζονται και αφού διαφημιστούν λίγο παραπάνω προς τα έξω». 

H Indigo View είναι η εταιρεία που έχει δημιουργήσει δύο από τα σημαντικότερα τηλεοπτικά έργα των τελευταίων χρόνων (το Νησί και τη Λέξη που Δεν Λες) και αυτή την περίοδο ετοιμάζει μια νέα σειρά, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Κρήτη, όπου εδρεύει. «Η ιδέα για μια σειρά στην Κρήτη γεννήθηκε λόγω του Covid και των περιορισμών του λοκντάουν», εξηγεί η Μαρίλια. «Πρόκειται για μια σειρά μυστηρίου στην οποία πρωταγωνιστούν παιδιά, με έμπνευση από το Stranger Things και ταινίες όπως το Stand By Me και τα Goonies. Ο τίτλος της είναι Κομάντα και Δράκοι και είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε μεταξύ μας, αλλά προχώρησε πολύ γρήγορα. Έγιναν επαφές με το Mega, το οποίο συμφώνησε να συμπεριλάβει τη σειρά στο πρόγραμμά του τη σεζόν που έρχεται (2021-22) και πλέον ολοκληρώνονται τα σενάρια. Τον Μάιο προχωράμε σε γύρισμα». 

Για το συγκεκριμένο πρότζεκτ, η Indigo View του Θοδωρή Παπαδουλάκη εγκαινίασε το δικο της Writers’ Room. Για τη Μαρίλια Σταυρίδου αυτό είναι ένα αποφασιστικό βήμα: «Στο εξωτερικό όλοι πια δουλεύουν με writers’ room, με πολλούς σεναριογράφους που συνεργάζονται για την ίδια ιστορία. Είναι κάτι που πρέπει να το υιοθετήσουμε, αφού αν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο είμαστε πραγματικά πίσω, είναι το σενάριο. Υπάρχουν ταλέντα, αλλά δεν υπάρχει το κατάλληλο training. Εμείς το είδαμε στην πράξη – πέντε φωνές θα πουν σίγουρα κάτι παραπάνω απ’ ό,τι η μία μεμονωμένη φωνή. Θα γίνουν χρονοβόρες αναλύσεις, θα υπάρξουν φορές που οι φωνές θα σε πάνε αλλού, αλλά στο τέλος αυτό που θα μείνει θα είναι πραγματικά καλό. Αυτό είναι που μας λείπει στην Ελλάδα: το καλογραμμένο έργο. Το καλοφτιαγμένο το ‘χουμε – δημιουργικά, τεχνικά και ως παραγωγές είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο». 

Η εκπαίδευση των Ελλήνων επαγγελματιών του χώρου είναι κάτι που απασχολεί και το ΕΚΟΜΕ. Η διεύθυνση εκπαίδευσης του ΕΚΟΜΕ τρέχει προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, όπως το πρόγραμμα τρίμηνης μαθητείας νέων επαγγελματιών στα Nu Boyana Studios στη Βουλγαρία, το οποίο και χρηματοδοτεί. Όπως υπογραμμίζει η Βασιλική Διαγουμά, «Ο πρώτος κύκλος είχε καταπληκτική επιτυχία, είχαμε τέσσερις υποψήφιους οι οποίοι έλαβαν πρόταση για δουλειά. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν με ένα knowhow και μια σημαντική προσθήκη στο ενεργητικό τους». Ο στόχος, ξεκαθαρίζει, «είναι να φτιάξουμε βιομηχανία. Θέλουμε να δώσουμε προς τα έξω το στίγμα ότι εδώ υπάρχει μια καλή αγορά, με καταρτισμένους επαγγελματίες και ταυτοχρόνως να δώσουμε στους νέους της χώρας έναν ακόμα επαγγελματικό προσανατολισμό. Για να δουλέψει η βιομηχανία χρειάζεται εικονολήπτες, ηχολήπτες, σκηνογράφους, ενδυματολόγους». 

Coming Soon 

Αν τυχόν συζητήσεις αυτές τις μέρες με ανθρώπους που εργάζονται στον έτσι κι αλλιώς γοητευτικό χώρο της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων, θα σου δημιουργηθεί οπωσδήποτε μια αίσθηση προσδοκίας. Η εντύπωση ότι κάτι τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και όπου να ‘ναι θα απογειωθεί. Ότι κάτι μεγάλο θα συμβεί ή μπορεί και να συμβαίνει ήδη. 

Μπορεί η επόμενη μεγάλη επιτυχία του Netflix να είναι μια ξένη σειρά που θα γυριστεί στην Ελλάδα και θα αντλεί ιστορίες από την ανεξάντλητη δεξαμενή της μυθολογίας και της κλασικής αρχαιότητας ή από την ανέγγιχτη πηγή των 1000 χρόνων του Βυζαντίου ή από τις επιδρομές των πειρατών του Αιγαίου, ή από την Εποποιία της Ελληνικής Επανάστασης. Η Βασιλική Διαγουμά, πχ, πιστεύει ότι μια σειρά για το 1821, γυρισμένη με μια σύγχρονη αισθητική, θα μπορούσε να αποτελέσει το επόμενο Game of Thrones. 

Ακόμα καλύτερα, μπορεί η επόμενη επιτυχία του Netflix να είναι μια ελληνική σειρά η οποία θα αφηγείται μια σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η Μαρίλια Σταυρίδου πιστεύει ότι ένα σύγχρονο αστυνομικό σενάριο με καλογραμμένους χαρακτήρες κι ένα ιδιαίτερο αισθητικό πλαίσιο μπορούν να κάνουν τη διαφορά. 

Μπορεί να μη χρειάζεται καν να κάνουμε τη διαφορά. Η επιβίωση στις πλατφόρμες, άλλωστε, ακολουθεί τον χρυσό κανόνα των ριάλιτι: αν δεν είσαι κάτι φοβερό, προσπάθησε να είσαι απλώς ο εαυτός σου. Καμιά φορά αυτό είναι αρκετό.

Το Delhi Crime, πχ, δεν είναι κάποια φοβερή σειρά. Είναι ένα αστυνομικό θρίλερ χωρίς θρίλερ, χωρίς σασπένς. Όλοι το είδαμε, όμως, και μάλιστα με ενδιαφέρον. Γιατί μας προσέφερε μια γεύση από την καθημερινότητα στην παράδοξη ταξική κοινωνία της Ινδίας και από τον ασύλληπτο επαρχιωτισμό και την αμπαλοσύνη της αστυνομίας του Δελχί. Το Borgen χτίστηκε σεναριακά γύρω από κοινοβουλευτικές ίντριγκες, αλλά μας ερέθισε περισσότερο με τις εικόνες της πρωθυπουργού της Δανίας να μετακινείται στους δρόμους της Κοπεγχάγης ασυνόδευτη με το ποδηλατάκι της ή με την ευθιξία που εμφανίζονται να επιδεικνύουν οι πολιτικοί της χώρας – ακόμα και οι πιο σάπιοι. 

Μ’ αυτό το δεδομένο, μπορεί η επόμενη μεγάλη επιτυχία του Netflix να είναι μια σειρά που απλώς να μας δείχνει όπως είμαστε. Μια οποιαδήποτε ιστορία που θα εξελίσσεται στο προσκήνιο ως αφορμή, την ώρα που στο background  η ελληνική καθημερινότητα θα κυλάει στους ρυθμούς που μας εκνευρίζουν και με τους τρόπους που αγαπάμε να μισούμε. Στον ωκεανό του ψηφιακού ψυχαγωγικού περιεχομένου η αυταπόδεικτη διαφορετικότητα έχει λειτουργήσει πάρα πολλές φορές ως εξαιρετικό σωσίβιο κι εμείς τη διαθέτουμε σε ανεξάντλητες ποσότητες. Μπορούμε άφοβα να βουτήξουμε με το κεφάλι.