Πού οφείλεται η εξάρτηση της Ευρώπης από άλλες χώρες στις κρίσιμες πρώτες ύλες; Ποιες είναι οι δικές της ευθύνες και πώς μπορεί να αντιστρέψει το μειονέκτημά της; Ποιο είναι το τοπίο στην Ελλάδα;

Στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία, οι κρίσιμες πρώτες ύλες διαδραματίζουν ρόλο θεμελιώδους σημασίας για την ανάπτυξη, την ασφάλεια και την τεχνολογική πρόοδο των κρατών. Το διαπιστώνουμε με τον πιο σαφή τρόπο τους τελευταίους μήνες τόσο στο μέτωπο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, όπου τα αποθέματα σε κρίσιμες πρώτες ύλες της Ουκρανίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επόμενης ημέρας, αλλά και σε εκείνο του εμπορικού πολέμου και των δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με την τελευταία, που ελέγχει και ένα πολύ μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής σπάνιων γαιών, να τους εντάσσει πρόσφατα στο power game μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Οι κρίσιμες πρώτες ύλες, από το παρασκήνιο της πολιτικής σκακιέρας, αναδύθηκαν στο προσκήνιο και πρωταγωνιστούν… σε κοινή θέα.

Εύκολα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό. Πρώτες ύλες όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, οι σπάνιες γαίες, το νικέλιο και το γραφένιο αποτελούν βασικά στοιχεία για την παραγωγή προηγμένων τεχνολογιών: από μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μέχρι ηλεκτρονικές συσκευές και δίκτυα επικοινωνιών, ακόμα και αμυντικά συστήματα. Βασικά συστατικά στοιχεία των σύγχρονων οικονομιών και τομέων στους οποίους βασίζεται η ανάπτυξή τους. Μάλιστα, καθώς η μετάβαση σε μια “πράσινη” και ψηφιακή οικονομία επιταχύνεται, η ζήτηση αυτών των πρώτων υλών αναμένεται να αυξηθεί δραματικά.

Διπλασιασμός ζήτησης μέχρι το 2040

Σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, η ζήτηση για κρίσιμες πρώτες ύλες αναμένεται να είναι διπλάσια, σε σχέση με σήμερα, το 2040. Ενδεικτικά, σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορούμε να δούμε κάποιες επιμέρους εκτιμήσεις για συγκεκριμένες πρώτες ύλες για τη ζήτηση στο διάστημα 2024-2040:

  • 9x αύξηση για το Λίθιο, μέταλλο κρίσιμο για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων
  • 4x αύξηση για το Γραφίτη, πρώτη ύλη κρίσιμη για διατάξεις μπαταριών
  • 2x αύξηση για το Νικέλιο, εξίσου μέταλλο κρίσιμο στις μπαταρίες  
  • 2x αύξηση για το Χαλκό, μέταλλο με εξαιρετικές ηλεκτρικές και θερμικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται σε όλο το φάσμα των αντίστοιχων εφαρμογών, από τα ηλεκτρικά δίκτυα μεταφοράς ρεύματος μέχρι την κατασκευή αντλιών θερμότητας και την ανάπτυξη data centers  
Κρίσιμη πρώτη ύληΕίδοςΕφαρμογέςΠοσοστό εξάρτησης από εισαγωγέςΠοσοστό εξάρτησης εισαγωγών από την Κίνα
Βαριές Σπάνιες ΓαίεςΜέταλλαΠυρηνικοί αντιδραστήρες, Οθόνες, Οπτικές Ίνες100%100%
ΜαγνήσιοΜέταλλοΑεροναυπηγική, Αυτοκινητοβιομηχανία100%97%
Ελαφριές Σπάνιες ΓαίεςΜέταλλαΚαταλύτες, Μαγνήτες, Στοιχεία κινητήρων αυτοκινήτου100%85%
ΛίθιοΜέταλλοΜπαταρίες100%79%
ΓάλλιοΜέταλλοΗμιαγωγοί, LED, Ηλιακά Πάνελ98%71%
ΣκάνδιοΜέταλλοΣτοιχεία για αεροναυπηγικής και διαστημικής τεχνολογίας, κυψέλες καυσίμου στερεού ηλεκτρολύτη (SOFC)100%67%
Μερικά από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα κρίσιμων πρώτων υλών και της εξάρτησης της Ευρώπης από εισαγωγές τους, με έμφαση στην κυριαρχική θέση της Κίνας. Πηγές: (1) Study on the Critical Raw Materials for the EU 2023, Final Report, (2) FACTSHEETS – CRMS 2023

Τα παραπάνω είναι μόνο ελάχιστα παραδείγματα από τον κατάλογο των κρίσιμων πρώτων υλών που στηρίζουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και κλάδους που αναμένεται να παρουσιάσουν σημαντική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια – από τις μπαταρίες ιόντων λιθίου ή την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι τις ανεμογεννήτριες και από τις ηλεκτρονικές συσκευές που έχουμε όλοι στα σπίτια μας, μέχρι δορυφόρους και την αεροδιαστημική συνολικά, χωρίς να εξαιρείται η αμυντική βιομηχανία.

Το «ένοχο παρελθόν» της Ευρώπης και μια κινεζική κρίση που το ανέδειξε

Ο παραπάνω πίνακας αναδεικνύει την ευαλωτότητα της Ευρώπης σε κάποιες μόνο από τις κρίσιμες πρώτες ύλες και τη μεγάλη εξάρτηση της από εισαγωγές με επίκεντρο την Κίνα. Ναι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει εδώ και μερικά χρόνια τη ζωτική σημασία των κρίσιμων πρώτων υλών για τη διατήρηση της οικονομικής της ανταγωνιστικότητας, της στρατηγικής της αυτονομίας και της ασφάλειάς της. Αποτέλεσμα αυτής της αναγνώρισης είναι και ο «Κανονισμός για την Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες» (Critical Raw Materials Act) με τον οποίο η ΕΕ επιχειρεί να θέσει συγκεκριμένους στόχους αυτάρκειας έως το 2030, ενισχύοντας την εσωτερική παραγωγή και επιταχύνοντας τις εγκρίσεις στρατηγικών έργων εξόρυξης και επεξεργασίας. Όμως, αν σταθούμε εδώ, είναι σαν να κρύβουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης κάτω από τον… Κανονισμό. Και το πρόβλημα έγκειται στις ευθύνες της ίδιας της Ευρώπης και στις πράξεις της στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, όπως σημειώνει ο Καθηγητής Εξαγωγικής Μεταλλουργίας στη σχολή Σχολή Μεταλλειολόγων & Μεταλλουργών Μηχανικών Ε.Μ.Π. και Δ/ντής ερευνητικής ομάδας Technologies for Sustainable Metallurgy (Tesmet), κ. Δημήτρης Πάνιας.

«Αν κάτι χαρακτηρίζει τη στάση της Ευρώπης στο πρόσφατο παρελθόν, είναι η άρνηση να αναπτύξει τεχνολογίες, όχι μόνο για τις κρίσιμες, αλλά για όλες τις πρώτες ύλες γενικά. Ένας από τους λόγους είναι ότι επικράτησε στην Ευρώπη, σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων, μια έντονη περιβαλλοντική στάση που συνοψίζεται στο δόγμα ότι  πρώτον, η παραγωγή μετάλλων από ορυκτά, αλλά και άλλων πρώτων υλών συνολικά ρυπαίνουν και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, και δεύτερον, ότι η Ευρώπη είναι ένας πυκνοκατοικημένος και οικονομικά ανεπτυγμένος χώρος, με υψηλό ΑΕΠ και συνεπώς, οι βιομηχανικές δραστηριότητες παραγωγής πρώτων υλών δεν συνάδουν με την οικονομική και κοινωνική της θέση στον κόσμο. Οφείλουμε να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι δεν ασκούμε κριτική στις πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος που έλαβαν χώρα από τη δεκαετία του 1980 έως και πριν από μια δεκαετία (παραθέτουμε το infographic), αλλά το γεγονός ότι απαιτούσαν μια βίαιη προσαρμογή από τη μεριά της βιομηχανίας και έμμεσα εξωθούσαν ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους, όπως είναι η Μεταλλουργία, στο να εγκαταλείψουν την Ευρώπη. Εξαιτίας αυτών των πολιτικών χειρισμών,  η Ευρώπη οδηγήθηκε στο να διασφαλίζει τις πρώτες ύλες από χώρες του εξωτερικού που βρίσκονταν, σε σχέση με εκείνη, σε ένα χαμηλότερο στάδιο ανάπτυξης της οικονομίας τους» αναφέρει ο κ. Πάνιας στην επικοινωνία που είχαμε μαζί του.

Η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με τις συνέπειες της πολιτικής της το 2010, όταν η Κίνα, έχοντας αποκτήσει τον παγκόσμιο έλεγχο των αποθεμάτων των σημαντικότερων τεχνολογικών πρώτων υλών, ξεκίνησε να κινείται επιθετικά και να επιβάλλει φραγμούς στην εξαγωγή συγκεκριμένων μετάλλων (σπάνιες γαίες, βολφράμιο και μολυβδαίνιο) σε άλλες χώρες. «Αυτός είναι και ο λόγος που εισαγάγαμε τον όρο «Κρίσιμες Πρώτες Ύλες» στην Ευρώπη – για να περιγράψουμε μέταλλα και άλλα υλικά, τα οποία, αν για κάποιο λόγο πάψει η εισαγωγή τους από την Κίνα ή άλλες χώρες, η ευρωπαϊκή βιομηχανία καθίσταται ευάλωτη και η παραγωγή προϊόντων προστιθέμενης αξίας και πλούτου επιβραδύνεται ή παύει» περιγράφει στο 2045.gr o κ. Πάνιας. «Ήταν, κοντολογίς, η στιγμή της συνειδητοποίησης ότι η πολιτική της εξάρτησής μας από τις εισαγωγές πρώτων υλών στράφηκε εναντίον μας», καταλήγει.

Όμως ήταν και η αρχή της συνειδητοποίησης μιας απειλής πιο σκληρής και πιο επικίνδυνης για την Ευρώπη, που μόλις την τελευταία διετία αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε: της αποβιομηχανοποίησης της Ευρώπης.

Το φάντασμα της αποβιομηχανοποίησης, οι δίκαιες αντιδράσεις της κοινωνίας και η καινοτομία που ακόμη αναζητείται

Μόνο μεταξύ του 2019 και του 2023 η Ευρώπη απώλεσε περισσότερες από 850.000 θέσεις εργασίας στον βιομηχανικό τομέα, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat – ένα ακόμη ανησυχητικό σημάδι ότι η αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Το Forbes, ήδη από τις αρχές του 2024, αναρωτιόταν αν υπάρχει πραγματικά αντίδοτο στην αποβιομηχανοποίηση της Ευρωπαϊκής οικονομίας, παρατηρώντας ότι η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας, της βιομηχανικής καρδιάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 2017 και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 είχε μειωθεί σε επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί τελευταία φορά το 2006  – μια συρρίκνωση της τάξης του 14%. Φυσικά η αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης δεν συνέβη εν μια νυκτί, αλλά είναι σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες. Το αφήγημα θέλει αυτήν την τάση να οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην απόφαση των ευρωπαϊκών πολυεθνικών να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε τοποθεσίες με χαμηλότερο κόστος εργασίας — ιδίως μετά την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001. Μια τάση την οποία το Ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό πλαίσιο που αναφέρθηκε πιο πάνω μάλλον διευκόλυνε.

Η παραγωγή πρώτων υλών είναι από τους κλάδους που επηρεάστηκαν βαθύτερα από αυτήν την αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και που συνεχίζει να συμπιέζεται εξαιτίας και της ενεργειακής κρίσης που πυροδότησε ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος. Το κόστος ενέργειας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία παραμένει σημαντικά υψηλότερο από ό,τι πριν από το 2022 και 2-3 φορές υψηλότερο από ό,τι στις ΗΠΑ ή την Κίνα. Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες όπως η χημική βιομηχανία, ο χάλυβας και το αλουμίνιο έχουν ανταποκριθεί με περικοπές παραγωγής και προσωρινές διακοπές λειτουργίας. Η επανέναρξη της παραγωγής μετά τη μείωση των τιμών της ενέργειας έχει υπάρξει στην καλύτερη περίπτωση μερική. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουμε ήδη δει μόνιμες διακοπές λειτουργίας και μετεγκαταστάσεις εκτός Ευρώπης σε περιοχές με χαμηλότερα επίπεδα κόστους ενέργειας. Αυτό υποδηλώνει ότι η αποβιομηχάνιση στην Ευρώπη συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό.

Με βάση τις προβλέψεις, δεν διαφαίνεται καμία ανακούφιση για τη βιομηχανία της ΕΕ κατά την περίοδο έως το 2030, είτε για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είτε για τις τιμές φυσικού αερίου. Κατά συνέπεια, καθίσταται σαφές ότι η βιομηχανία της ΕΕ βρίσκεται σε δεινή θέση (Πηγή: https://illuminem.com/illuminemvoices/anatomy-of-a-fall-europes-deindustrialisation).

«Συνυπολογίζοντας στην εξίσωση τα παραπάνω, μπορεί η Ευρώπη να καλύψει το μειονέκτημά της;» ρωτάμε τον κ. Πάνια. Ο ίδιος διατηρεί τις επιφυλάξεις του, εξηγώντας μας τους λόγους. «Όταν φτάνεις στο σημείο, ως Ευρώπη, να μην έχεις  ούτε ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, ούτε σύγχρονες τεχνολογίες παραγωγής, και επιπλέον κινδυνεύεις να σου στερήσουν πρόσβαση σε πρώτες ύλες που είναι σημαντικές για την οικονομική σου ανάπτυξη και την κοινωνική σου ευημερία, έχεις δύο επιλογές: ή να αναπτύξεις και να προωθήσεις την πραγματική καινοτομία ή να μεταφέρεις στις ευρωπαϊκές πρώτες ύλες τις υφιστάμενες τεχνολογίες, αφού τις ιχνηλατήσεις, και να ξαναμπείς στο παιχνίδι. Η πρώτη επιλογή θέλει χρόνο για να ευοδωθεί και να δαπανήσεις χρόνια προκειμένου να καλύψεις το έδαφος από τις τεχνολογικά πιο προηγμένες χώρες.

Κατά την άποψή μου, η Ε.Ε. ακολουθεί τη δεύτερη επιλογή, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να βρεθεί στην πρωτοπορία. Και αυτό αποδεικνύεται από την ίδια την πραγματικότητα. Υπάρχει αυτή τη στιγμή έστω και μια Ευρωπαϊκή εταιρεία υψηλής τεχνολογίας; Όχι μόνο στις πρώτες ύλες, αλλά και αλλού;

Να σας δώσω και ένα οικείο για εμάς παράδειγμα: το αλουμίνιο. Η παραγωγή αλουμινίου στηρίζεται στον βωξίτη, μια πρώτη ύλη που η Ευρώπη δεν έχει αποθέματα και ανήκει στις κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως άλλωστε και το αλουμίνιο. Παράλληλα, η ανακύκλωση αλουμινίου δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξανόμενες μελλοντικές της ανάγκες. Αρκεί μόνο να σας αναφέρω ότι το 75% του αλουμινίου που έχει παραχθεί παγκόσμια από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα παραμένει σε χρήση! Το μόνο καθετοποιημένο εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου από βωξίτη στην Ευρώπη είναι το ελληνικό. Και παρότι διαθέτει εγχώρια κοιτάσματα βωξιτών, αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση, με αποτέλεσμα να στηριχθεί και αυτό σε εισαγόμενο βωξίτη. Από την άλλη πλευρά, το αλουμίνιο σαν στοιχείο υπάρχει και σε άλλα πετρώματα, από τα οποία θα μπορούσε να εξαχθεί με την προϋπόθεση ότι θα αναπτύσσονταν καινοτόμες τεχνολογίες και θα στηριζόταν η βιομηχανική έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση ως  στρατηγική ευρωπαϊκή πολιτική. Φυσικά αυτό δεν έχει γίνει ποτέ», σημειώνει ο κ. Πάνιας.

Όμως στη συνέχεια της συζήτησής μας ο κ. Πάνιας προσθέτει μια ακόμα παράμετρο που εντείνει το πρόβλημα για την Ευρώπη. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι, ακόμη και με τη δεύτερη επιλογή, η Ευρώπη, αμφιβάλλω αν μπορεί να καλύψει το μειονέκτημά της. Και οι λόγοι είναι, πρωτίστως, κοινωνικοί. Για παράδειγμα, στο Εργαστήριο Μεταλλουργίας του Ε.Μ.Π., ήμασταν από τους πρώτους που φέραμε εις πέρας ερευνητικά έργα για την εξαγωγή σπανίων γαιών στην Ευρώπη ήδη από το 2010. 15 χρόνια μετά, τι έχει γίνει; Πόσα μεταλλεία άνοιξαν χωρίς να αντιδρούν οι κοινωνίες; Μέχρι σήμερα κανένα.

Όμως μπορούμε να αδικήσουμε τους Ευρωπαίους πολίτες που αντιδρούν; Όταν για δεκαετίες η Ευρώπη τους έχει γαλουχήσει με το αφήγημα ότι η βιομηχανία εξαγωγής και παραγωγής πρώτων υλών είναι συνώνυμο της περιβαλλοντικής καταστροφής; Αφήγημα που, όπως σωστά αναφέρετε και εσείς, εξυπηρετούσε όταν οι μεγάλες βιομηχανίες μετέφεραν τις δραστηριότητές τους σε άλλες ηπείρους. Οι κοινωνίες έχουν δίκιο από αυτή τη σκοπιά.

Συνεπώς, ο δρόμος της Ευρώπης είναι λάθος. Έθεσε τον εαυτό της μακριά από την καινοτομία, και ταυτόχρονα, δε βοηθά στην επίλυση του τραύματος που δημιούργησε η ίδια απέναντι στις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες που έχουν δαιμονοποιηθεί από τις κοινωνίες. Οι υφιστάμενες τεχνολογίες παραγωγής μετάλλων είναι πράγματι απαρχαιωμένες, αναπτυγμένες για μια άλλη εποχή της ανθρωπότητας και πρέπει να επανασχεδιαστούν. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αλλάξει και η στάση της κοινωνίας, η οποία φαίνεται την παρούσα στιγμή να είναι δεκτική απέναντι στην ανάπτυξη αυτονομίας στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, με την προϋπόθεση  ότι οι τεχνολογίες θα γίνουν πιο συμβατές με τις σύγχρονες απαιτήσεις της.»

«Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα;» ρωτάμε. «Στο παρόν, ο χρόνος περνάει, η αποβιομηχανοποίηση επιταχύνει και χάνουμε το τρένο της καινοτομίας. Αλλά, κυρίως, δε μεταστρέφουμε τη γνώμη των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στον κλάδο παραγωγής πρώτων υλών. Γιατί τις ίδιες τεχνολογίες, που δαιμονοποιήσαμε στο κοντινό παρελθόν, προσπαθούμε τώρα να τις παρουσιάσουμε ως λύσεις μονόδρομους» καταλήγει ο κ. Πάνιας.

Το τοπίο των Κρίσιμων Πρώτων Υλών στην Ελλάδα

Η συζήτηση με τον κ. Πάνια δεν θα μπορούσε να μη συμπεριλάβει και τη θέση της Ελλάδας στο πεδίο των κρίσιμων πρώτων υλών. Η απάντησή του έρχεται αβίαστα. «Ο ορυκτός πλούτος στην Ελλάδα υπάρχει και παραμένει αναξιοποίητος. Αρχικά, γιατί, όπως και στην Ευρώπη, έτσι και στη χώρα μας, έχει παγιωθεί στους πολίτες  η άποψη ότι αυτού του είδους οι δραστηριότητες είναι ασύμβατες με την ανάπτυξη της χώρας. Επιπλέον, γιατί η Ελλάδα είναι μια εχθρική χώρα για βιομηχανίες αξιοποίησης του εθνικού ορυκτού πλούτου, ο οποίος ακόμη και σήμερα δεν είναι απόλυτα γνωστός. Αυτό οφείλεται σε αστοχίες της ελληνικής πολιτείας, η οποία αντί να υποστηρίξει τη θεμελίωση και την εξέλιξη ενός ισχυρού ινστιτούτου γεωλογικών και μεταλλευτικών ερευνών, επί δεκαετίες το άφησε να υποβαθμίζεται και να επιτρέπει στα πιο δυνατά «μυαλά» να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Αφού λοιπόν απαξίωσε με τις πολιτικές του επί δεκαετίες τον ορυκτό του πλούτο, πώς μπορεί να περιμένει σήμερα το ελληνικό κράτος αποτελέσματα;» τονίζει με έμφαση.

«Σε ποιες κρίσιμες κρίσιμες πρώτες ύλες διαθέτει η Ελλάδα δυνατότητα παραγωγής» τον ρωτάμε. «Αρχικά μπορούμε να δούμε εκείνες που εμφανίζονται ως παραπροϊόντα της υπάρχουσας βιομηχανίας. Το Γάλλιο είναι ένα παράδειγμα. Αυτό το μέταλλο εμφανίζεται ως παραπροϊόν της επεξεργασίας του βωξίτη, που όπως είπαμε νωρίτερα χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλουμινίου. Η παραγωγή Γαλλίου είναι μια επένδυση που μπορεί να προχωρήσει γιατί το μέταλλο αυτό συσσωρεύεται σε ένα ρεύμα της υφιστάμενης βιομηχανικής εγκατάστασης και επομένως δεν απαιτεί δραστηριότητες μεταλλευτικής που θα δημιουργούσαν αντιδράσεις στην κοινωνία. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση του Σκάνδιου, που αντίστοιχα συσσωρεύεται στα στερεά κατάλοιπα της επεξεργασίας του βωξίτη, παρότι η τεχνολογία για την παραγωγή του δεν είναι ακόμη αρκετά ώριμη για να εφαρμοστεί οικονομικά.

Φυσικά, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις κρίσιμων πρώτων υλών, όπως το Αντιμόνιο που υπάρχει στους αντιμονίτες της Χίου. όμως, σε αυτήν την περίπτωση, αναδεικνύονται περίτρανα όλα όσα συζητήσαμε έως τώρα. Για την τοπική κοινωνία είναι δεδομένη η ασυμβατότητα μεταλλευτικής δραστηριότητας με τον τουρισμό και τη γεωργία. Όμως υπάρχει και η συλλογική μνήμη της κοινωνίας από τα προβλήματα που προκάλεσε στο παρελθόν η μεταλλευτική δραστηριότητα . Πώς μπορείς να πείσεις την κοινωνία ότι αυτή τη φορά θα κάνεις τα πράγματα διαφορετικά; Χωρίς την κοινωνία σύμμαχό σου δε μπορείς να πετύχεις. Και για να την έχεις σύμμαχό σου, πρέπει να την πείσεις ότι έχεις επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία, και θα εφαρμόσεις μεθόδους που απαντούν στο μέγιστο βαθμό στις περιβαλλοντικές ανησυχίες της και σέβονται την ποιότητα ζωής των ανθρώπων της.»

Το επιστημονικό δυναμικό υπάρχει αλλά η στρατηγική αγνοείται

Αυτό, όπως σημειώνει ο κ. Πάνιας, αναδεικνύει και ένα δεύτερο σημαντικό διαχρονικό ζήτημα της Ελλάδας: την έλλειψη πολιτικής για την καινοτομία και την έρευνα. «Οι πόροι που το ελληνικό κράτος επενδύει στην έρευνα είναι πενιχροί και οι προσκλήσεις για έρευνα είναι αντιγραφή των ευρωπαϊκών, χωρίς καμία προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα – γεγονός που αναδεικνύει ουσιαστικά την έλλειψη μιας ελληνικής στρατηγικής». Ζητώντας του να μας δώσει κάποια στοιχεία για αυτό, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι για το 2024 η Ελλάδα βρέθηκε στην 20η θέση του Innovation Index της Ε.Ε. και τοποθετήθηκε με τις χώρες που ανήκουν στην ομάδα μέτριας επίδοσης καινοτομίας, μόλις δύο θέσεις πάνω από τη χαμηλότερη βαθμίδα κατάταξης. Όσο για την κατάσταση που επικρατεί σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων, μας κατευθύνει στην πρόσφατη συνέντευξη του πρώην προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, κ. Σπύρου Αρταβάνη-Τσάκωνα,που αναλύει τα βαθύτερα αίτια που η χώρα παραμένει ουραγός στην καινοτομία και την έρευνα.

Ο δείκτης καινοτομίας για τα κράτη μέλη της ΕΕ (για το 2024) και η θέση της Ελλάδας (σε κόκκινο κύκλο).

Το αποτέλεσμα; «Σε αυτό το περιβάλλον δεν αναπτύσσεται τεχνολογία, δε παράγεται καινοτομία, και ειδικά για τον κλάδο των πρώτων υλών – κρίσιμων ή μη- η κοινωνία δε μπορεί να πειστεί και να αποδεχθεί τις δραστηριότητές του. Χρειαζόμαστε, όσο ποτέ άλλοτε, μια εθνική πολιτική στα θέματα αυτά. Να αποφασίσουμε, αν θέλουμε να γίνει η Ελλάδα μια βιομηχανική χώρα και αν θέλουμε να έχει βαριά βιομηχανία. Μόνο μια τέτοια απόφαση, που πρέπει να ληφθεί στο ανώτερο επίπεδο και να εξυπηρετηθεί ανεξάρτητα από πολιτικές ή κομματικές κατευθύνσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για να πετύχουμε τους επιμέρους στόχους.»

«Υπάρχει σήμερα το επιστημονικό κεφάλαιο για να υποστηρίξει ένα τέτοιο εγχείρημα;» ρωτάμε τον κ. Πάνια.

«Το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό υπάρχει. Και παρότι ένα σημαντικό μέρος του έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αυτό που παραμένει στην χώρα είναι ικανό, καλά καταρτισμένο και με διάθεση για καινοτομία και πρόοδο. Το Εργαστήριο Μεταλλουργίας του ΕΜΠ, όπως και Εργαστήρια όλων των Σχολών στο ΕΜΠ και στα υπόλοιπα Πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, δίνουμε όλοι μαζί το δικό μας αγώνα ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες. Μιλώντας για την δική μας ερευνητική ομάδα, Tesmet, έχουμε πετύχει να συμμετέχουμε ενεργά σε έργα υψηλού δυναμικού καινοτομίας, σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια και βιομηχανίες του ελληνικού και διεθνούς οικοσυστήματος πρώτων υλών. Οι τεχνολογίες που αναπτύσσουμε εστιάζουν πάντα σε κατευθύνσεις όπως η πράσινη μεταλλουργία, η κυκλική οικονομία και η βιωσιμότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το έργο HARARE, που ολοκληρώνεται το 2025 (περισσότερες πληροφορίες στο ένθετο), καθώς και το Sisal Pilot, του οποίου οι προτεινόμενες τεχνολογίες έχουν ήδη διακριθεί μέσω της πλατφόρμας Innovation Radar της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Εν κατακλείδι, αυτό που απουσιάζει είναι η υποστήριξη του Πανεπιστημίου από την Πολιτεία και η κατανόηση από όλους ότι η παρούσα εικόνα του είναι συνέπεια της ένδειας στην οποία έχει περιέλθει, και όχι κάποιου άλλου παράγοντα».

Το πρόγραμμα HARARE

Το HARARE (Hydrogen As the Reducing Agent in the REcovery of metals and minerals from metallurgical waste) αποτελεί ένα καινοτόμο ερευνητικό έργο που φέρνει κοντά μεγάλες βιομηχανίες, ερευνητικά και ακαδημαϊκά κέντρα από την Ελλάδα (ΕΜΠ, AdMiRIS, Metlen) αλλά και το εξωτερικό (Aurubis, SINTEF, Linde, NTNU, KU Leuven, RWTH, ReSiTec). Στόχος του έργου είναι η ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών για την παραγωγή μετάλλων από απορρίμματα της βιομηχανίας χαλκού και αλουμινίου. Η δεύτερη μεγάλη καινοτομία του είναι ότι οι τεχνολογίες παραγωγής μετάλλων που αναπτύσσει χρησιμοποιούν υδρογόνο αντί για άνθρακα, πετυχαίνοντας δραστική μείωση των εκπομπών CO2.
Πολλά από τα μέταλλα που παράγονται με τις τεχνολογίες του HARARE όπως το αλουμίνιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο, το σκάνδιο και οι σπάνιες γαίες, ανήκουν στις κρίσιμές πρώτες ύλες που προαναφέρθηκαν στο άρθρο. Αυτά τα μέταλλά είναι σημαντικά για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της Ευρώπης γιατί χρησιμοποιούνται ευρέως στην κατασκευή ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών πάνελ, ηλεκτρικών οχημάτων, προηγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων, καθώς και σε κρίσιμες εφαρμογές της αμυντικής και διαστημικής βιομηχανίας.
Η ερευνητική ομάδα Technologies for Sustainable Metallurgy (Tesmet) που αποτελείται αποκλειστικά από Έλληνες ερευνητές/ερευνήτριες και ακαδημαϊκούς, αναπτύσσει καινοτόμες τεχνολογίες για την ανάκτησή των μετάλλων του HARARE και βρίσκεται συνεχώς στην αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων του τομέα της μεταλλουργίας.
Στόχος του προγράμματος που ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο του 2025 είναι να έχει επιδείξει την βιωσιμότητα των τεχνολογιών που προτείνει σε ένα ημιβιομηχανικό επίπεδο, δηλαδή ένα στάδιο πριν τις βιομηχανικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας. Το HARARE έχει λάβει χρηματοδότηση από το πρόγραμμα HORIZON 2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το αριθμό απόφασης no. 958307.
Παραπάνω πληροφορίες για το έργο μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του https://h2020harare.eu/ και για την ερευνητική ομάδα Tesmet στην ιστοσελίδα https://tesmet.gr/.