Μια πρώτη αποτίμηση για την εντυπωσιακή είσοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης στο πεδίο της δημιουργικής γραφής. 

Οκτώβριος του 1994, Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. Η Λιάνα Κανέλλη μπαίνει στο τμήμα των πρωτοετών εκείνης της χρονιάς για να διδάξει Τεχνικές του Γραπτού Λόγου. Είναι το πρώτο τους μάθημα και θα τους αιφνιδιάσει ξεκινώντας το με ένα απλό ερώτημα: «Πού γράφετε;». 

Οι περισσότεροι γράφαμε ήδη σε υπολογιστή, σε κάποιον από τους επεξεργαστές κειμένου της εποχής και η απάντησή μας ήταν ήδη το μισό μάθημα της Κανέλλη. Για το άλλο μισό, μας έβαλε να γράψουμε επί τόπου 300 λέξεις. Στο χέρι, με στυλό και χαρτί, για να διαπιστώσουμε πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ο τρόπος που συνθέτουμε ένα κείμενο -και τελικά το ίδιο το κείμενο- ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιούμε.   

Ήταν μια μάλλον αυτονόητη διαπίστωση, αλλά ίσως αξίζει να τη θυμηθούμε σήμερα που η πρόοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης δείχνει να μας αιφνιδιάζει και η «επέλασή» της μας βρίσκει σαστισμένους μπροστά σε διλήμματα και ερωτήματα που μπορεί και να έχουν ήδη απαντηθεί. 

Τεχνολογία και Λογοτεχνία, δύο άσπονδες φίλες 

Η πρόοδος της τεχνολογίας υπήρξε πάντα καθοριστική για την εξέλιξη του γραπτού λόγου όλων των βαθμίδων. Κάποιες απ’ αυτές τις βαθμίδες, μάλιστα, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την τεχνολογία. Το ρεπορτάζ πχ, η κριτική, το χρονογράφημα, οι επιφυλλίδες και όλες οι εκδοχές του δημοσιογραφικού Λόγου, γεννήθηκαν επειδή τους το επέτρεψε η Τυπογραφία. 

Σε γενικές γραμμές, μάλιστα, η τεχνολογική πρόοδος επηρεάζει τον γραπτό Λόγο με τον ίδιο πάντα τρόπο: λειτουργεί κατ’ αρχάς ενισχυτικά και πολλαπλασιαστικά, δημιουργώντας συνθήκες που ευνοούν τον πλουραλισμό, αλλά στο τέλος, όταν ο ενθουσιασμός ξεθυμάνει και ο κουρνιαχτός κατακαθίσει, διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα αυτό που πληθαίνει και πολλαπλασιάζεται είναι ο κουρνιαχτός. Η σκόνη. Η ήδη αναφερθείσα Τυπογραφία χάρισε στην ανθρωπότητα την ίδια περίπου περίοδο τον Δον Κιχώτη, αλλά και και τα προπαγανδιστικά φυλλάδια της Ιεράς Εξέτασης που οδήγησαν στην πυρά εκατοντάδες αιρετικούς και «μάγισσες». Είναι βέβαιο ότι χάρη σ’ αυτήν ο αριθμός των βιβλίων που γράφονταν κι εκδίδονταν κάθε χρόνο εκτοξεύτηκε, κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυξήθηκε ανάλογα και ο αριθμός των αριστουργημάτων. 

Πρωτοσέλιδο της Gazette de France, της πρώτης εφημερίδας που τυπώθηκε και κυκλοφόρησε στη Γαλλία, με ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1786. Το πρώτο φύλλο της Gazette μοιράστηκε το 1631 και το τελευταίο το 1915.

Για να φέρουμε ένα πιο σημερινό παράδειγμα, τα social media έχουν οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους που δεν θα το έκαναν σε άλλη συνθήκη, να διαβάζουν και να γράφουν κείμενα. Πλατφόρμες όπως το Facebook και το Twitter έχουν αναδείξει ή και δημιουργήσει ταλαντούχους γραφιάδες κι έχουν δώσει αφορμές σε όλους μας να εκφράζουμε και να συζητάμε απόψεις. Είναι de facto αποδεδειγμένο, όμως, ότι στο ίδιο περιβάλλον βρήκαν γόνιμο έδαφος η ημιμάθεια, ο πουριτανισμός, το μίσος και η τοξικότητα που σε λίγο θα μας πνίξουν.

“Αυτό που συνέβη με τις SoMe πλατφόρμες είναι ότι όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να γράψουμε δημοσίως το κοντό μας και το μακρύ μας, αυτό που επικράτησε συντριπτικά ήταν το κοντό. Το πολύ κοντό και κοντόφθαλμο.” 

Η ίδια εξίσωση έχει βρει εφαρμογή και σε πεδία υψηλότερου Λόγου, όπως η Λογοτεχνία. Η άνθιση που γνωρίζει στις μέρες μας το ιστορικό μυθιστόρημα, για παράδειγμα, οφείλεται σε κάποιον βαθμό στις ευκολίες που παρέχει το Ίντερνετ ως τράπεζα δεδομένων. Παλαιότερα, ένας συγγραφέας που ήθελε να μελετήσει μια ιστορική περίοδο γιατί φιλοδοξούσε να τη χρησιμοποιήσει ως καμβά πάνω στον οποίο θα έστηνε την αφήγησή του, έπρεπε να περάσει αμέτρητες ώρες μέσα σε βιβλιοθήκες και αρχεία (πιθανώς θα αναγκαζόταν να ταξιδέψει και σε διάφορες χώρες) ή να διαθέτει το κτηνώδες ακαδημαϊκό background και τις προσβάσεις του Ουμπέρτο Έκο. Ιδανικά, θα έπρεπε να συνδυάσει την ακαδημαϊκή κατάρτιση με τις μελέτες των αρχείων και τα ταξίδια. Σήμερα, η μελέτη, το γράψιμο και όσες εικονικές επισκέψεις σηκώνει ο οργανισμός του και ο λογοτεχνικός του πήχης, μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα στην άνεση του laptop και του καναπέ του και με την αρωγή ενός specialty freddo από το αγαπημένο του καφέ στη γειτονιά. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι σ΄αυτόν τον καναπέ θα γεννηθεί το επόμενο «Όνομα του Ρόδου».   

Ακόμα και η νεόκοπη Τεχνητή Νοημοσύνη επηρεάζει το γράψιμό μας εδώ και αρκετά χρόνια. Πραγματοποιεί αυτόματο ορθογραφικό έλεγχο σ’ αυτό το κείμενο, μετατρέπει τα φωνητικά σου μηνύματα σε SMS και σου προτείνει μια ολοκληρωμένη λέξη κάθε φορά που πληκτρολογείς δύο γράμματα στο messenger ή στο WhatsApp. 

Για πρώτη φορά βέβαια, μια τεχνολογία -εν προκειμένω η AI- «απειλεί» να κάνει κάτι παραπάνω από το να επηρεάζει τον τρόπο που γράφουμε τα κείμενά μας: να τα γράφει εκείνη. Να μην επικουρεί απλώς τη δημιουργική διαδικασία, αλλά να γίνει εκείνη δημιουργός. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμα κι αυτό είναι συντελεσμένο. Συμβαίνει ήδη και δεν περιορίζεται στο πολυδιαφημισμένο ChatGPT. Στο Ίντερνετ μπορεί σήμερα κάποιος να βρει εργαλεία ή και ολοκληρωμένα λογισμικά που «ειδικεύονται» στη συγγραφή μυθιστορημάτων, λίστες που προτείνουν τα καλύτερα τέτοια εργαλεία, ακόμα και στοχευμένες κριτικές για τις επιδόσεις του κάθε λογισμικού σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη. Η συζήτηση πλέον δεν γίνεται για το αν η τεχνητή νοημοσύνη θα γράφει μυθιστορήματα ή δοκίμια, αλλά αν αυτό όντως αποτελεί όντως κάποιου είδους «απειλή» και για ποιους. 

Καθημερινές ιστορίες τεχνητής νοηματικής τρέλας 

Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, ο βετεράνος δημοσιογράφος του BBC Ρόρι Κέλαν-Τζόουνς, άνοιξε τον υπολογιστή του για να τσεκάρει το μέιλ του και βρήκε στο newsletter του Amazon με τα προτεινόμενα βιβλία της εβδομάδας μια βιογραφία του, για την οποία ο ίδιος δεν είχε ακούσει απολύτως τίποτα. Όπως αποδείχθηκε, το βιβλίο είχε γραφτεί από ένα λογισμικό υπό την επίβλεψη ενός τύπου, ο οποίος χρησιμοποίησε το Kindle Direct Publishing (KDP, η υπηρεσία της Amazon που επιτρέπει σε όλους να αυτοεκδώσουν τα βιβλία τους), για να δημοσιεύσει με ψευδώνυμο 30 περίπου τίτλους μέσα σε 10 μέρες (15 από αυτά τα βιβλία δημοσιεύθηκαν την ίδια μέρα). 

Το λογισμικό είχε επεξεργαστεί αποσπάσματα από κείμενα και εκπομπές του Κέλαν-Τζόουνς και στοιχεία από το τελευταίο του βιβλίο, το οποίο έχει όντως αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές, για να ανασυνθέσει τη ζωή του δημοσιογράφου, αλλά τα έκανε μαντάρα. Περιέγραψε τα χαρούμενα παιδικά του χρόνια και τα οικογενειακά τραπέζια στα οποία οι δύο ακαδημαϊκοί γονείς του τον ρωτούσαν πώς ήταν η μέρα του στο σχολείο, ενώ στην πραγματικότητα ο Κέλαν-Τζόουνς πέρασε μια θλιβερή παιδική ηλικία, με τους (όντως ακαδημαϊκούς) γονείς του σε διάσταση, τον πατέρα του εξαφανισμένο και τη μητέρα του να παλεύει να τα φέρει βόλτα. 

Ένα μήνα νωρίτερα, τον Αύγουστο του 2023, η αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας (και πρωτοπόρος στο πεδίο των e-books) Τζέιν Φρίντμαν, είχε καταγγείλει το Amazon γιατί επέτρεψε την πώληση πέντε βιβλίων που έφεραν την υπογραφή της αλλά είχαν γραφτεί από κάποιο λογισμικό Τεχνητής Νοημοσύνης. 

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, του Κέλαρ-Τζόουνς και της Φρίντμαν, το Amazon αφαίρεσε τα βιβλία από τις βάσεις των δεδομένων του, ενώ, όπως έχει ενημερώσει, καταβάλλει καθημερινά κάθε δυνατή προσπάθεια για τον εντοπισμό αντίστοιχων περιστατικών και τον περιορισμό των επόμενων. Παρά, όμως, την πίεση από σωματεία όπως η Society of Authors (SoA, η Ένωση των Επαγγελματικών Συγγραφέων του Ηνωμένου Βασιλείου), δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα τον συνολικό αριθμό των βιβλίων που έχουν παραχθεί από AI κι έχουν ήδη αφαιρεθεί από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο ή τον αριθμό αυτών που μπλοκάρονται καθημερινά. Όπως σημείωσε ο Νίκολα Σόλομον, ο εκτελεστικός διευθυντής της Society of Authors, «είναι σαφές ότι για το Amazon, η διαχείριση των δημιουργημάτων της AI είναι ήδη μια πρόκληση. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, η εταιρεία έχει μείνει πίσω. Τρέχει για να προλάβει εξελίξεις που την έχουν προσπεράσει».  

Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο, 8.000 μέλη του Authors Guild, του μεγαλύτερου σωματείου επαγγελματιών συγγραφέων των ΗΠΑ, ανάμεσά τους και «βαριά» ονόματα όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ και ο Νταν Μπράουν, είχαν απευθύνει ανοιχτή επιστολή στους CEOs της OpenAI, της Alphabet, της Meta, της Stability AI και της ΙΒΜ, με την οποία ζητούσαν από τους επικεφαλής των εταιρειών που πρωτοπορούν στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης, την προστασία τόσο των πνευματικών τους δικαιωμάτων όσο και των έργων τους αυτών καθαυτών. Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς ζήτησαν από την εταιρείες: «να μη χρησιμοποιείται υλικό με κατοχυρωμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς την άδεια του συγγραφέα, να αποζημιώνονται δίκαια οι συγγραφείς για κάθε έργο τους που έχει χρησιμοποιηθεί ή χρησιμοποιείται ακόμα και να αποζημιώνονται ακόμα κι όταν το έργο τους χρησιμοποιείται ως πηγή δεδομένων, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα που θα προκύψει στο τέλος δεν υπόκειται στην υπάρχουσα σχετική νομοθεσία ή την παραβιάζει». 

Τη συγκεκριμένη κίνηση υποστήριξε και η SoA, ενώ πριν από έναν περίπου μήνα (στις 19/09/2023), 17 συγγραφείς πρώτης γραμμής κατέθεσαν αγωγή κατά της Open AI (είναι η εταιρεία στην οποία ανήκει το ChatGPT) για «συστηματική κλοπή, σε μαζική κλίμακα». Εξέχον μέλος αυτής της ομάδας είναι ο Τζ. Ρ. Μάρτιν, συγγραφέας του «Game of Thrones», ο οποίος πριν από μερικούς μήνες είδε να κυκλοφορεί ένα prequel των ιστοριών του με τίτλο «A Dawn of Direwolves» (Η Αυγή των Ανταρόλυκων), γραμμένο εξ ολοκλήρου από το ChatGPT. 

Το σχόλιο της OpenAI για τη συγκεκριμένη αγωγή ήταν πως η εταιρεία σέβεται τα δικαιώματα των δημιουργών, ενώ πιστεύει ότι «οι συγγραφείς είναι οι πρώτοι που πρέπει να επωφελούνται από την Τεχνητή Νοημοσύνη». Η ανακοίνωση της εταιρείας κατέληγε ως εξής: «Έχουμε παραγωγικές συζητήσεις με πολλούς δημιουργούς σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Authors Guild, και συνεργαζόμαστε για να κατανοήσουμε και να συζητήσουμε τις ανησυχίες τους σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Είμαστε αισιόδοξοι ότι θα συνεχίσουμε να βρίσκουμε αμοιβαία επωφελείς τρόπους συνεργασίας για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να αξιοποιήσουν τη νέα τεχνολογία». 

Τιθασεύοντας τον αλγόριθμο 

Το τελευταίο διάστημα έχουν μπει σε λειτουργία κάποιοι μηχανισμοί με πιο ξεκαθαρισμένη στόχευση. Η Amazon, για παράδειγμα, ανακοίνωσε πριν από μερικές εβδομάδες ότι στο εξής οι εκδότες που καταφεύγουν στην KDP θα πρέπει να δηλώνουν αν έχουν συμπεριλάβει στο έργο τους περιεχόμενο δημιουργημένο από AI και θα περιορίζονται στην έκδοση μόλις(;) τριών τέτοιων βιβλίων ημερησίως(!). Οι πρώτες αντιδράσεις των συγγραφικών σωματείων ήταν χλιαρές. Σχολιάζουν ότι είναι κινήσεις που αφορούν περισσότερο τις διαδικασίες της Amazon και λιγότερο τους φυσικούς συγγραφείς και τους αναγνώστες και αντιπροτείνουν μια πιο ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση και τον σαφή διαχωρισμό των προϊόντων της AI (ίσως και με υδατογράφημα), ώστε οι αναγνώστες / καταναλωτές να μπορούν να τα φιλτράρουν ή να τα εξαιρούν από τις αναζητήσεις τους, εφόσον το επιθυμούν. Μια παρόμοια αντιδικία εξελίσσεται αυτήν την περίοδο και στο Spotify, με τους δημιουργούς να διεκδικούν τον σαφή διαχωρισμό των μουσικών έργων από τα ηχητικά αρχεία που περιέχουν άλλου είδους πληροφορίες (λευκό θόρυβο, θρόισμα φύλλων για χαλάρωση, φλοίσβο κλπ). 

Στις 14 Ιουνίου 2023 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το προσχέδιο της Πράξης για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act), που φιλοδοξεί να είναι η πρώτη σχετική ολοκληρωμένη νομοθεσία στον κόσμο (το τελικό σχέδιο νόμου αναμένεται να ψηφιστεί πριν τις Ευρωεκλογές του 2024). Μεταξύ άλλων, το AI Act προβλέπει την απαγόρευση χρήσης AI στα συστήματα βιομετρικής αναγνώρισης (όπως πχ η αναγνώριση προσώπου) και θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην παραγωγή περιεχομένου αποκλειστικά από λογισμικά όπως το ChatGPT. Εννοείται, βέβαια, ότι οι ανακοινώσεις του Ευρωκοινοβουλίου προκάλεσαν αντιδράσεις – σε ανοιχτή επιστολή που δημοσίευσαν οι Financial Times στις 30/06/2023, 150 μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και κολοσσοί όπως η Renault και η Heineken, προειδοποίησαν ότι τέτοιου είδους περιορισμοί στη χρήση AI «θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα και την τεχνολογική κυριαρχία και αυτοδιάθεση της Ευρώπης». 

Ο βασικός άξονας του νέου νόμου της Ε.Ε. είναι η ταξινόμηση των προϊόντων της ΑΙ σε τέσσερις βαθμίδες, ανάλογα με την επικινδυνότητά τους ως προς την υγεία, την ασφάλεια και τα θεμελιώδη κατοχυρωμένα δικαιώματα ενός ατόμου. Στη χαμηλότερη βαθμίδα (Περιορισμένος Κίνδυνος) εντάσσονται προϊόντα όπως τα videogames αλλά και ψηφιακό περιεχόμενο εικόνας, ήχου και βίντεο, όπως τα deepfakes. Η υψηλότερη βαθμίδα (Απαράδεκτος Κίνδυνος) αφορά τα συστήματα βιομετρικής αναγνώρισης, προϊόντα που μπορούν να οδηγήσουν στη γνωστική ή συμπεριφορική χειραγώγηση ατόμων ή συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων και το social scoring (κοινωνική βαθμολογία, η ταξινόμηση ατόμων με βάση τη συμπεριφορά, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τα προσωπικά χαρακτηριστικά). 

Η δεύτερη βαθμίδα (Υψηλός Κίνδυνος) αφορά τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην ιατρική, την αεροναυπηγική, την αυτοκίνηση κλπ, αλλά και σε τομείς όπως η εκπαίδευση και η εργασία. Η λογοτεχνία, όπως και όλες οι τέχνες, τα έργα της διάνοιας και οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί προϊόν πνευματικής παραγωγής, ταξινομήθηκαν από το Ευρωκοινοβούλιο στην τρίτη βαθμίδα, που αφορά τη Γενετική Τεχνητή Νοημοσύνη. Στο εξής, λοιπόν, λογισμικά και εφαρμογές όπως το ChatGPT θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις διαφάνειας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι: Α. Το περιεχόμενο που έχει δημιουργηθεί από AI θα πρέπει να δηλώνεται ξεκάθαρα ως τέτοιο. Β. Όπου έχουν χρησιμοποιηθεί για την «εκπαίδευση» του μοντέλου δεδομένα που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα θα πρέπει να δημοσιεύονται εν περιλήψει. Γ. Το ίδιο το μοντέλο θα πρέπει να είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει παράνομο περιεχόμενο. 

Πολύς καπνός, ελάχιστη δημιουργική φλόγα 

Όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην παραγωγή πρωτότυπων καλλιτεχνικών και πνευματικών έργων, αναλίσκεται στις αμοιβές, στα διαφυγόντα ή προσδοκώμενα κέρδη και γενικά στο τεχνοοικονομικό κομμάτι της διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων. Κάτω από το «πάπλωμα», όμως, κουρνιάζουν κι άλλα ερωτήματα, διαφορετικής υφής και ουσίας. Κάποιοι θα τα χαρακτηρίσουν φιλοσοφικά, ηθικά ή υπαρξιακά -άρα αφηρημένα- αλλά εκφράζουν μια πολύ άμεση και ρεαλιστική αγωνία: μπορεί όντως ένα λογισμικό να γράψει ένα λογοτεχνικό αριστούργημα; Πρέπει αυτό ν’ ανησυχεί τους συγγραφείς; Τους αναγνώστες; Τους εκδότες; Έχουμε την τύχη να βιώνουμε μια συγκλονιστική τομή στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος ή την απαρχή μιας σταδιακής κατάργησής του ως «αργό» ή «παρωχημένο»; 

Εννοείται ότι είναι πολύ νωρίς για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα κι εξυπακούεται ότι οι ανησυχίες των συγγραφέων, των εκδοτών, ακόμα και των αναγνωστών -όλων όσοι εσωκλείονται στον υπέροχο κύκλο της λογοτεχνίας που σε λίγο θα χαρακτηρίζεται «παραδοσιακός»- είναι δικαιολογημένες. Η AI τους φέρνει αντιμέτωπους με κάτι νέο και άγνωστο κι επειδή ακριβώς εκείνοι είναι άνθρωποι και όχι λογισμικά, η πρώτη τους αντίδραση είναι ενστικτώδης, συναισθηματική και δικαιολογημένα αμυντική. 

Κάποιοι, όμως, έχουν επιλέξει να δουν τη νέα συνθήκη διαφορετικά. Να την εξερευνήσουν, να εξοικειωθούν μαζί της και -γιατί όχι;- να τη χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Στίβεν Μαρς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πειραματίστηκε με τρία διαφορετικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης προκειμένου να γράψει / γράψουν ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Και το μυθιστόρημα γράφτηκε και -διόλου τυχαία- τιτλοφορείται «Ο Θάνατος ενός Συγγραφέα» (Death of an Author). Ο Μαρς περιέγραψε αναλυτικά τη διαδικασία της συγγραφής σε ένα εξαιρετικό κείμενό του που δημοσιεύθηκε στους NY Times και σε ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που φιλοξενήθηκε στο Atlantic. Όποιος έχει τον χρόνο και το κουράγιο (και τις συνδρομές) να τα διαβάσει, θα αντιληφθεί ότι το «δημιουργικό γράψιμο» από πλευράς λογισμικού είναι κάτι πολύ σχετικό. Ο Μαρς χρειάστηκε να δουλέψει πολύ σκληρά και για πολλές εβδομάδες προκειμένου να τροφοδοτεί τα μοντέλα με κείμενα που τα «εκπαίδευαν», ενώ ο ίδιος παρενέβαινε διαρκώς στη διαδικασία με διορθώσεις, ανακατατάξεις, οδηγίες και ιδέες που ωθούσαν τα μοντέλα να γεννούν νέες προτάσεις που σταδιακά πήγαιναν την πλοκή και το γράψιμο παρακάτω.

Όπως σημείωσε στους NY Times, «Χωρίς αμφιβολία, εγώ είμαι 100% ο δημιουργός αυτού του έργου. Απ’ την άλλη, όμως, δεν δημιούργησα τις λέξεις που το αποτελούν». Το συμπέρασμά του ακούγεται λίγο σαν χρησμός, αλλά αποτελεί μια πρώτη απάντηση από έναν δημιουργό ο οποίος επέλεξε να μην αντιμετωπίσει την AI ως ανταγωνιστή, αλλά ως σύμμαχο. Όπως σημείωσε ο ίδιος στο άρθρο του Atlantic, «γίνεται πολλή θεωρητική συζήτηση στον χώρο μας για την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά ελάχιστοι έχουν επιχειρήσει να ασχοληθούν διεξοδικά μαζί της και να μιλήσουν εμπειρικά. Σε όλα σχεδόν τα ρεπορτάζ και τα αφιερώματα, κάποιος συντάκτης βάζει το  ChatGPT να κάνει κάτι και απ’ αυτό το ελάχιστο ‘κάτι’ βγάζει ανησυχητικά ή καταστροφικά συμπεράσματα. Όπως ακριβώς συνέβη με την κάμερα, το πραγματικό εύρος των συνεπειών αυτής της νέας τεχνολογίας θα το αντιληφθούμε σε βάθος χρόνου, όταν ένας μεγάλος αριθμός ταλαντούχων ανθρώπων θα έχει αναπτύξει έναν μεγάλο αριθμό δράσεων που την συμπεριλαμβάνουν». 

Το παράδειγμα της κάμερας είναι πράγματι πετυχημένο. Η φωτογραφία δεν κατήργησε τη ζωγραφική, ίσα – ίσα τη βοήθησε να εξελιχθεί, την απελευθέρωσε από τον καταναγκασμό του ρεαλισμού και της απεικονιστικής αναπαράστασης και, τελικά, ευνόησε τη γέννηση των visual arts, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν τις εικαστικές τέχνες σε ολοκαίνουρια, ανεξερεύνητα μέχρι πρόσφατα πεδία. Αντίστοιχα, το σινεμά δεν σκότωσε το θέατρο, η τηλεόραση δεν εξαφάνισε το σινεμά, το Ίντερνετ δεν αντικατέστησε την τηλεόραση κλπ. 

Ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Εντγκάρ Ντεγκά αγάπησε με πάθος τη φωτογραφία. Κάποια από τα διασημότερα πορτρέτα του τα ζωγράφισε κοιτώντας όχι φυσικά πρόσωπα που πόζαραν για εκείνον, αλλά φωτογραφίες τους.

Ο Άτζεϊ Τσόουντερι έκανε περίπου ό,τι έκανε ο Στίβεν Μαρς και κατέληξε περίπου στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά η περίπτωσή του αξίζει μιας ξεχωριστής αναφοράς, γιατί συνδυάζει ιδανικά την κουλτούρα των δύο κόσμων, της λογοτεχνίας και της τεχνολογίας. Ο Τσόουντερι ήταν ένας από τους ιδρυτές του Shazam (πουλήθηκε στην Apple έναντι 400 εκ δολαρίων) και τα τελευταία χρόνια ζει ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα οποία μάλιστα κάνουν και πολύ καλές πωλήσεις.

Όπως εξομολογήθηκε πρόσφατα στο Sky News, εδώ και περίπου έναν χρόνο πειραματίζεται συστηματικά με τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη και με εφαρμογές που παράγουν λογοτεχνία. «Παραδέχομαι ότι στην αρχή ήταν λίγο τρομακτική η εμπειρία, αλλά πλέον έχω πειστεί ότι τα λογισμικά δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν τους συγγραφείς. Στην πράξη, μπορούν να λειτουργήσουν σαν φανταστικοί επιμελητές ή βοηθοί on demand». Στη συνέχεια της συνέντευξης, ο μυθιστοριογράφος εξήγησε ότι έχει εντάξει οργανικά στη συγγραφική του ρουτίνα κάποια AI εργαλεία τα οποία τον βοηθούν να οργανώσει ή να αναπτύξει ορισμένες σκέψεις του, ενώ προτείνουν και πιθανές καταλήξεις για τις σκηνές που εκείνος γράφει ή αναπτύσσουν τη γλώσσα και τους διαλόγους των χαρακτήρων που εκείνος επινοεί. Σε κάποια φάση, κατέφυγε ακόμα και στο Midjourney, έναν image generator, προκειμένου να οπτικοποιήσει τις δραματικές σκηνές καταδίωξης που συμπεριέλαβε στο τελευταίο του βιβλίο, έτσι ώστε να βελτιώσει τις περιγραφές των τοπίων εντός των οποίων εκτυλίσσονται.  

Ο Τσόουντερι παραδέχεται ότι «Οκτώ στις δέκα φορές, αυτά που προτείνει η AI είναι για πέταμα, αλλά οι άλλες δύο φορές μπορεί να αποδώσουν ιδέες που σου γλιτώνουν αρκετή δουλειά. Εγώ, με τη χρήση αυτών των εργαλείων, κατάφερα από το δεύτερο σχεδίασμα του βιβλίου μου να φτάσω το κείμενο και την ιστορία στο επίπεδο που υπό άλλες συνθήκες θα πετύχαινα στο πέμπτο σχεδίασμα». 

Ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο επιμένουν τόσο ο Μαρς όσο και ο Τσόουντερι  είναι η διαρκής και συστηματική παρέμβαση και «καθοδήγηση» του φυσικού συγγραφέα κατά τη διαδικασία συγγραφής του μυθιστορήματος από την AI. Όπως χαρακτηριστικά το διατύπωσε ο δεύτερος: «Αν την αφήσουμε να λειτουργήσει αυτόνομα, το μόνο που θα κάνει η AI είναι να δημιουργήσει αδιάφορα κείμενα του μέσου όρου. Θα μας πλημμυρίσει με μετριότητα. Από αυτήν την άποψη, οι εμπνευσμένοι συγγραφείς που προσπαθούν να γράψουν πρωτότυπα βιβλία δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Οι σεναριογράφοι, όμως, που θα κληθούν να γράψουν το 32ο σήκουελ των Avengers, θα έχουν απέναντί τους έναν γερό και φθηνό ανταγωνιστή. Τα μοντέλα είναι πολύ καλά στην πειστική αντιγραφή και αναπαραγωγή τόσο γραμμικών ιστοριών και στοιχειωδών χαρακτήρων». 

Οι σεναριογράφοι του Χόλιγουντ όντως νιώθουν απειλημένοι από τη γενετική AI – η λελογισμένη κι ελεγχόμενη χρήση της από τα κινηματογραφικά στούντιο ήταν ένα από τα βασικά αιτήματα της πρόσφατης απεργίας τους

Επαναστατική τεχνολογία χωρίς επαναστατικές ιδέες

Το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ήταν ένα από τα πρώτα ακαδημαϊκά ιδρύματα που εξέτασε διεξοδικά και μέσα από μια σειρά πειραμάτων τις προοπτικές και τις δυνατότητες της AI στο πεδίο της δημιουργικής γραφής. Ο ποιητής και διακεκριμένος απόφοιτος του τμήματος αγγλικής φιλολογίας, Καλ Ζάπρουντερ, σημείωσε σε μία από τις πολύ κατατοπιστικές εκθέσεις του ιδρύματος που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα: «Μπορείς να διδάξεις ένα κομπιούτερ πώς να γίνει ένας κακός ποιητής, γιατί εκείνο θα κάνει ακριβώς αυτά που περιμένεις ότι θα κάνει. Ο καλός ποιητής, όμως, είναι αυτός που κάνει το αντίθετο του προβλέψιμου, αυτός που ανατρέπει τους κανόνες και δημιουργεί αντιθέσεις και συνάψεις που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι είναι εφικτές». 

“Τα μοντέλα ΑΙ δημιουργήθηκαν για να αναπαραγάγουν γλώσσα που να προσομοιάζει όσο περισσότερο γίνεται στη συμβατική γλώσσα. Η ποίηση επιδιώκει πάντα τη δημιουργία μιας αντισυμβατικής γλώσσας ή τουλάχιστον τη χρησιμοποιεί αντισυμβατικά για να αποδώσει περίπλοκα νοήματα και συναισθήματα.”

Άλισον Πάρις, ποιητής

Ένας άλλος ποιητής (και πετυχημένος προγραμματιστής), ο Άλισον Πάρις, είναι αντίθετος ακόμα και με την τυπική προσφώνηση ενός λογισμικού ως «συγγραφέα». Όπως ανέλυσε στην ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, «το να λέμε ότι το ChatGPT έγραψε ένα βιβλίο ή ένα άρθρο είναι εντελώς παραπλανητικό. Μια οποιαδήποτε τέτοια συγγραφή προϋποθέτει έναν τεράστιο φόρτο ανθρώπινης εργασίας, τόσο για την κατασκευή και τον προγραμματισμό του μοντέλου, όσο και για το ‘τάισμά’ του με κείμενα, οδηγούς, οδηγίες και διορθώσεις. Είναι σαν να πιστώνουμε το χτίσιμο των πυραμίδων στους Φαραώ, ενώ όλη τη δουλειά την έκαναν οι εργάτες». 

Αυτή η παρομοίωση του Πάρις είναι ομολογουμένως κάπως τρομακτική. Μέχρι σήμερα, οι μηχανές -τα ρομπότ- απαλλάσσουν τους ανθρώπους από τις βαριές εργασίες. Στο παράδειγμά του, οι άνθρωποι κάνουν το χαμαλίκι -κουβαλάνε τις πέτρες- για να μπορούν τα ρομπότ να δημιουργούν ανέμπνευστα αντίγραφα των πυραμίδων. Ο ίδιος, όμως, σημειώνει κάτι κρίσιμο: «Καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργήθηκαν για να γράψουν πρωτότυπη λογοτεχνία, αλλά για να αναπαραγάγουν γλώσσα που να προσομοιάζει όσο περισσότερο γίνεται στη συμβατική γλώσσα. Η ποίηση επιδιώκει πάντα τη δημιουργία μιας αντισυμβατικής γλώσσας ή τουλάχιστον τη χρησιμοποιεί αντισυμβατικά για να αποδώσει περίπλοκα νοήματα και συναισθήματα, οπότε τα συγκεκριμένα εργαλεία ούτε μπορούν να την απειλήσουν ούτε να της φανούν χρήσιμα». 

Ο ντανταϊστής Τριστάν Τζαρά είχε επινοήσει έναν αυτοσχέδιο αλγόριθμο για τη σύνθεση ποιημάτων: έκοβε με ψαλίδι λέξεις από μια σελίδα εφημερίδας, τις ανακάτευε σε μια σακούλα και τις τοποθετούσε τη μία δίπλα στην άλλη με την τυχαία σειρά που τις έβγαζε από τη σακούλα.

Ο καθηγητής του Μπέρκλεϊ, Τζον Ντε Νέρο, φτάνει αυτήν τη σκέψη λίγο πιο μακριά: «Η AI δεν προγραμματίστηκε για να προσφέρει καινοτομίες στην τέχνη της μυθοπλασίας. Τα συστήματα επεξεργασίας της φυσικής γλώσσας παπαγαλίζουν απλώς με ευφυή τρόπο και πραγματοποιώντας αμέτρητους συνδυασμούς, το υλικό με το οποίο έχουν εκπαιδευτεί. Είναι πραγματικά έξυπνα κι έχουν πολλές δυνατότητες, αλλά η πρωτοτυπία δεν είναι το δυνατό τους σημείο».

Σύμφωνα με την ανάλυση του Ντε Νέρο, η AI μπορεί να διεκπεραιώσει ιδανικά ενημερωτικά ή ειδησεογραφικά κείμενα που δεν απαιτούν κριτική ή αναλυτική σκέψη και δεν επιχειρούν να εκφράσουν ή να διαμορφώσουν άποψη. Το καθημερινό δελτίο καιρού, πχ, ή τα αποτελέσματα της αγωνιστικής σε κάθε άθλημα. Αυτή, βέβαια, είναι μια διαπίστωση που ίσως είναι ανακουφιστική για τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά σίγουρα χτυπάει ένα καμπανάκι στους δημοσιογράφους των απανταχού newsrooms, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη βαρετή και ατελείωτη λάντζα της επικαιρότητας. Ο Ντε Νέρο θεωρεί δεδομένο ότι «σύντομα, πολλοί δημιουργικοί χώροι θα αυτοματοποιηθούν. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα λογισμικά θα αντικαταστήσουν τους ανθρώπινους συντάκτες, αλλά σίγουρα θα τεθεί ψηλότερα γι’ αυτούς ο πήχης της ποιότητας του περιεχομένου που παράγουν. Οι αναγνώστες θα περιμένουν από τους ανθρώπινους συγγραφείς πιο αξιόλογα κείμενα απ’ αυτά που συντάσσουν τα λογισμικά». Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσους αναγνώστες θα αφορούν αυτά τα ποιοτικά κείμενα και κατά πόσο θα μπορούν να τα εντοπίσουν μέσα στον ωκεανό των αυτοματοποιημένων μέτριων κειμένων. 

Αυτή περίπου είναι η σκέψη και του Οδυσσέα Ιωάννου, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς της εποχής μας: «Δεν με αφορά καθόλου η Τεχνητή Νοημοσύνη ως πιθανή ανταγωνιστική δημιουργική οντότητα. Είναι σαν να με ρωτάς αν με αγχώνει επαγγελματικά αν σήμερα στην Ελλάδα γράφουν στίχους 200 άνθρωποι και αύριο θα γίνουν 800. Μακάρι να συμβεί, θα είναι καλό για τη στιχουργία και το τραγούδι. Η Τεχνητή Νοημοσύνη με αγχώνει σε ένα επίπεδο μόνο, αλλά σ’ αυτό το επίπεδο με αγχώνει πολύ: μπορεί να δημιουργήσει εντελώς πλαστούς κόσμους στην ενημέρωση. Μπορεί να σου δείξει τον Πάπα να φοράει τζιν και η φωτογραφία να είναι τόσο ακριβής ώστε να πιστέψεις ότι αυτό που βλέπεις είναι όντως ο Πάπας. Φαντάσου το αυτό σε κάποια χέρια, τι μπορεί να σημαίνει. Εκείνο που λέγανε παλιά, ότι μια φωτογραφία ή μια είδηση τη δεχόμαστε ως αληθινή μέχρι τη διάψευσή της, τελειώνει. Φοβάμαι ότι μπαίνουμε σε μια εποχή που ό,τι βλέπουμε το δεχόμαστε a priori ως ψέμα, μέχρι να διασταυρώσουμε αν είναι αλήθεια. Κι αυτό πια, είναι θέμα δημοκρατίας: ποιοι θα διαχειρίζονται τα λογισμικά και τι ασφαλιστικές δικλείδες έχουμε για να διασταυρώσουμε αν μια φωτογραφία, μια είδηση ή ένα βίντεο, είναι αληθινά». 

Την ίδια ανησυχία εκφράζει και ο Πέτρος Μάρκαρης. Ο εξαιρετικός μεταφραστής και πολύ επιτυχημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, εκτιμά ότι το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι το αν η Τεχνητή Νοημοσύνη θα υποκαταστήσει τους συγγραφείς, τους αρχιτέκτονες ή τους δασκάλους, αλλά το «σε ποια χέρια θα καταλήξει και πώς θα την εκμεταλλευτούν. Αυτήν τη στιγμή πανηγυρίζουμε και προβληματιζόμαστε για μια εφεύρεση, ενώ αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι το πού θα μας οδηγήσει». 

H αγωνία του Ιωάννου και του Μάρκαρη είναι δικαιολογημένη. Κι αν δεχτούμε ότι οι πρώτες μάχες απέναντι στην ΑΙ δίνονται ήδη – για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων- είναι βέβαιο ότι οι επόμενες θα δοθούν για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, των ελευθεριών και της Δημοκρατίας. Για τη λογοτεχνία και για την ποίηση, αντίθετα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα πολεμήσει κανείς. Μπορεί να μη χρειαστεί, έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να δικαιωθούν όσοι προβλέπουν ότι η AI θα γράφει βιβλία και σενάρια του συρμού κι αυτό θα βοηθήσει τα νέα αριστουργήματα να αναδειχθούν πιο γρήγορα και να εκτιμηθούν πέραν πάσας αμφισβήτησης. Μπορεί να μη χρειαζόμαστε καν νέα αριστουργήματα. Ο Σοφοκλής, ο Σέξπιρ, ο Ντοστογιέφσκι και τ’ άλλα παιδιά έχουν γράψει αρκετά για να κρατήσει η ανθρωπότητα το κεφάλι της πάνω από τον πολτό που θα δημιουργεί στο εξής η δική της ή η τεχνητή νοημοσύνη. 

Μπορεί και να μη συμβεί τίποτα από τα παραπάνω ή να συμβεί κάτι που δεν γίνεται να προβλεφθεί σήμερα από καμία φαντασία και κανέναν αλγόριθμο. Το μόνο ίσως, που μπορεί να λεχθεί αυτή τη στιγμή με σιγουριά, είναι αυτό που δήλωσε κάπως σαστισμένος στο BBC ο Στίβεν Φράι, όταν άκουσε την καθηλωτική φωνή του να ντύνει ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο ο ίδιος δεν είχε συμμετάσχει ποτέ: «it’s a fucking weird time to be alive».  

* H cover photo δημιουργήθηκε στο Midjourney.