Η παράταση που δόθηκε έως το τέλος του τρέχοντος έτους για το Gigabit Voucher, με το οποίο επιδοτείται η εγκατάσταση οπτικών ινών, μας έδειξε δύο πράγματα. Πρώτον ότι υπάρχουν ακόμα αδιάθετα κονδύλια για το συγκεκριμένο έργο και δεύτερον ότι η ζήτηση δεν έχει φτάσει στο ανώτερο σημείο που έχει οριστεί κατά τον σχεδιασμό του προγράμματος.
Με αφορμή την παράταση εξετάζουμε πώς πηγαίνει η επέκταση των δικτύων οπτικών ινών στο λεκανοπέδιο Αττικής. Με βασικό οδηγό τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στον Χάρτη Ευρυζωνικότητας & Μητρώο Δικτύων (και με την ελπίδα ότι τα στοιχεία αυτά είναι επικαιροποιημένα και αποτυπώνουν την υφιστάμενη κατάσταση) βρίσκουμε τα σημεία όπου υπάρχουν αδυναμίες αλλά και εκείνες όπου η ευρυζωνικότητα καλπάζει. Ο χάρτης εμφανίζει σε πορτοκαλί χρώμα τις περιοχές που καλύπτονται από δίκτυα οπτικών ινών, ενώ η μοβ απόχρωση δείχνει τις ενεργοποιημένες συνδέσεις.
Η λευκή τρύπα του κέντρου
Ξεκινάμε από ένα παράδοξο – το κέντρο της Αθήνας. Ολόκληρη η περιοχή του λεγόμενου ιστορικού τριγώνου της πρωτεύουσας εμφανίζεται να ζει στην (τηλεπικοινωνιακή) εποχή του χαλκού με πλήρη απουσία των δικτύων οπτικών ινών.

Μία ελάχιστα πιο… φωτεινή εικόνα παίρνουμε από το fttxgr, όπου αναφέρει ένα κέντρο της Cosmote στην οδό Αθηνάς με 13 FTTC καμπίνες αλλά μηδενικό αριθμό ενεργοποιημένων συνδέσεων. Ωστόσο, όλη η υπόλοιπη περιοχή του ιστορικού κέντρου εμφανίζεται να βρίσκεται εκτός κάλυψης.
Έξω από τα όρια αυτής της τρύπας η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη.

Στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας η χρήση ξεπερνά το 40% του εγκατεστημένου δικτύου, με κάποιες περιοχές όπως η Ομόνοια να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά χρήσης σε σύγκριση με άλλες περιοχές όπως π.χ. τα Εξάρχεια όπου το ενδιαφέρον για οπτικές ίνες φαίνεται να είναι πιο περιορισμένο.
Στις γειτονιές της πρωτεύουσας
Στην ευρύτερη εικόνα της Αθήνας βλέπουμε ότι η εικόνα είναι μεικτή. Βλέπουμε πάλι μια αρκετά εκτεταταμένη «λευκή» περιοχή (άνευ κάλυψης, δηλαδή) που ξεκινάει από τον Σταθμό Λαρίσης και, κινούμενη παράλληλα της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως φτάνει ως τα Σεπόλια.

Στην περιοχή των Πατησίων και της Αχαρνών βρίσκουμε περιοχές με πυκνή κάλυψη, αλλά και μεγάλες περιοχές όπου οπτικές ίνες υπάρχουν μεν, δεν έχουν ενεργοποιηθεί δε.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Κυψέλη όπου το τμήμα που είναι πιο κοντά στην Πατησίων και το Πεδίο του Άρεως έχει υψηλότερα ποσοστά χρήσης σε σχέση με τις περιοχές που γειτνιάζουν με το Πολύγωνο και το Γαλάτσι. Συνολικά, σε όλη αυτή την ευρύτερη περιοχή το ποσοστό χρήσης (δηλαδή οι ενεργοποιημένες συνδέσεις οπτικών ινών ως ποσοστού της κάλυψης) υπολογίζεται στο 65%.
Στις δυτικές συνοικίες

Κινούμαστε δυτικά και σε μια ακόμα πυκνοκατοικημένη περιοχή του λεκανοπεδίου – το Περιστέρι. Στο κέντρο του Περιστερίου και στην ευρύτερη περιοχή του, από κάλυψη δικτύων τα πράγματα είναι καλά και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα. Το πρόβλημα είναι οι ενεργοποιήσεις, καθώς οι οπτικές ίνες που έχουν τεθεί σε λειτουργία με δυσκολία ξεπερνούν το 10% του συνόλου των διαθέσιμων συνδέσεων.

Η εικόνα είναι παρόμοια στο γειτονικό Αιγάλεω όπου πάλι βλέπουμε -με εξαίρεση φυσικά τους ελεύθερους χώρους της περιοχής- μεγάλη κάλυψη των δικτύων οπτικών ινών. Ωστόσο οι ενεργοποιημένες συνδέσεις καλύπτουν το 15% του διαθέσιμου δικτύου.
Μπερδεμένος Βορράς
Θα περίμενε κανείς ότι η εικόνα διαφοροποιείται στα βόρεια προάστια και αυτό ισχύει, αλλά όχι παντού.

Ο χάρτης ευρυζωνικότητας δείχνει για την περιοχή του Χαλανδρίου και της Αγίας Παρασκευής ένα υψηλό ποσοστό κάλυψης, ενώ οι ενεργοποιήσεις φτάνουν στο 32%.
Αν όμως κινηθούμε προς Μαρούσι και Κηφισιά το ποσοστό των ενεργοποιήσεων πέφτει στο επίπεδο του 9% με τις περισσότερες ενεργές συνδέσεις οπτικών ινών να βρίσκονται σε περιοχές με αυξημένη δραστηριότητα επιχειρήσεων.

Γενικά στην περιοχή αυτή, όπως και στα δυτικά προάστια, οι οπτικές ίνες φαίνεται ότι δυσκολεύονται να μπουν στις κατοικίες.
Πολύ σκληρός για να πεθάνει
Τα δίκτυα χαλκού που, όσον αφορά στο διαδίκτυο, ήταν η βασική υποδομή για μια μεγάλη περίοδο που ξεκίνησε από τις ταχύτητες των μερικών kbps στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και έφτασε ως τις υπηρεσίες VDSL με (ονομαστική) ταχύτητα έως και 200 Mbps, είχαν να δώσουν ό,τι είχαν να δώσουν. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκεται σε εξέλιξη μια διεργασία για την αντικατάστασή τους από τα δίκτυα οπτικών ινών, αλλά αυτό, όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
Η αντικατάσταση των δικτύων χαλκού από τις οπτικές ίνες περιλαμβάνεται και στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πράξη για τα Ψηφιακά Δίκτυα (Digital Networks Act, DNA), η οποία βρίσκεται σήμερα στο στάδιο της διαμόρφωσης. Η Επιτροπή επιδιώκει την απλοποίηση της διαδικασίας αντικατάστασης και επιθυμεί να ορίσει μια συγκεκριμένη ημερομηνία, κάπου στο 2030, που θα σηματοδοτήσει το τέλος των δικτύων χαλκού στην Ε.Ε. Το κείμενο της DNA δεν έχει λάβει την τελική του μορφή και, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελέσει αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης μεταξύ των οργάνων της Ε.Ε., των τηλεπικοινωνιακών παρόχων και των εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες μέσω διαδικτύου. Βεβαίως, όλοι λίγο πολύ αναμένουν και κάποιας μορφής παρέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες εφόσον θεωρήσουν ότι θίγονται τα συμφέροντα των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Πάντως, ανεξαρτήτως του τι θα γίνει στο… μαγειρείο των Βρυξελλών, σε κάποιες χώρες της Ε.Ε. η εποχή του τηλεπικοινωνιακού χαλκού τελειώνει. Σύμφωνα με στοιχεία του FTTH Council από τις αρχές του 2025, το προβάδισμα είχε η Πορτογαλία με σχεδόν πλήρη αντικατάσταση του χαλκού από τις οπτικές ίνες, ενώ την πρώτη πεντάδα συμπλήρωναν Σουηδία, Ισπανία, Βουλγαρία και Λιθουανία. Για τη χώρα μας, το αναφερόμενο ποσοστό αντικατάστασης ήταν το 4%.

Σίγουρα η κατάσταση έκτοτε έχει βελτιωθεί, κρίνοντας τουλάχιστον από τις επίσημες ανακοινώσεις των παρόχων. Ο ΟΤΕ -που είναι ο μόνος που τακτικά ανακοινώνει αριθμούς συνδρομητών- στο γ’ τρίμηνο του 2025 ανέφερε 2,56 εκατ. σταθερές συνδέσεις, εκ των οποίων οι 2,36 εκατ. είναι ευρυζωνικές και από αυτές οι 508.800 είναι συνδέσεις οπτικής ίνας που φτάνει ως το σπίτι (FTTH).
Σχετικές μελέτες που να αναλύουν τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες καταναλωτές δεν κάνουν το βήμα της απεξάρτησης από τα δίκτυα παλαιάς τεχνολογίας δεν υπάρχουν. Εξετάζοντας τις τάσεις διεθνώς, πέρα από τη δύναμη της συνήθειας που παίζει κάποιο ρόλο, βλέπουμε ότι πολλοί θεωρούν ότι η εγκατάσταση οπτικής ίνας είναι μια μπελαλίδικη διαδικασία «που θα κάνει το σπίτι χάλια», ενώ ρόλο παίζει και η απουσία λόγων που θα έκαναν κάποιον να αφήσει τη μεταβλητή ταχύτητα των δικτύων χαλκού για την εγγυημένη ταχύτητα της οπτικής ίνας. Αν δεν παράγεις περιεχόμενο ή αν δεν κάνεις χρήση «βαριών» εφαρμογών όπως streaming σε υψηλή ανάλυση, δεν βρίσκεις λόγο να πας στις οπτικές ίνες. Βεβαίως, όσοι το αναβάλουν ίσως κληθούν στο μέλλον να πληρώσουν ακριβότερα τη -δρομολογημένη πια από κάποια χρονική στιγμή και μετά- μετάβαση, καθώς κάπου στην αυγή της επόμενης δεκαετίας, τα δίκτυα χαλκού θα περάσουν οριστικά στην Ιστορία.

