Όταν ακούτε για κάτι νέο στον ψηφιακό κόσμο κοιτάξτε πρώτα πίσω και μετά μπροστά.

Πιθανότατα αυτή την περίοδο ζούμε την εποχή των influencers: Καθενός μας το feed είναι γεμάτο από φωτογραφίες και posts ανθρώπων με μεγάλο πληθυσμό «φίλων», όπου διαφημίζονται προϊόντα και υπηρεσίες. Το φαινόμενο αυτό είναι η αναμενόμενη μετεξέλιξη του Web 2.0: Από τη στιγμή που το Διαδίκτυο έδωσε βήμα σε καθέναν μας, είναι λογικό κάποιοι να είναι καλύτεροι στη δημιουργία Περιεχομένου από όλους τους άλλους. Όσοι ξεχώρισαν, και απέκτησαν έτσι δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια «φίλους», εξίσου λογικό είναι να σκεφτούν πως να βγάλουν χρήματα από αυτή τους την επιτυχία. Η διαφήμιση είναι η εύκολη λύση.

Όμως σε αυτό εδώ το κείμενο δεν σκοπεύω να εξετάσω τα θέματα των influencers. Σκοπεύω να θέσω ένα άλλο ερώτημα: Είναι αυτό το φαινόμενο πραγματικά κάτι νέο; Κάτι καινούργιο, που δεν έχουμε ξαναδεί;

Θα απαντούσα, όχι. Πριν ανακαλυφθεί το Web 2.0, δηλαδή πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, υπήρχαν τα περιοδικά, οι εφημερίδες και οι κοσμικές στήλες. Στις κοσμικές στήλες διαφημίζονταν διάφοροι «επώνυμοι», που στη συνέχεια εκμεταλλεύονταν την αναγνωρισιμότητά τους διαφημίζοντας προϊόντα και υπηρεσίες. Συνήθως αυτές οι διαφημίσεις, με ολοσέλιδες φωτογραφίες με τα πρόσωπά τους, βρίσκονταν λίγες σελίδες παρακάτω από τις κοσμικές στήλες στο ίδιο περιοδικό. Τα περιοδικά στο μεταξύ εξαφανίστηκαν – το φαινόμενο όμως μετακόμισε στο ίντερνετ. Του πήρε, απλά, περίπου δεκαπέντε χρόνια για να το κάνει αυτό.

Spyware και ψηφιακοί κατάσκοποι

Εξίσου την προσοχή του κοινού τράβηξε αυτή την περίοδο η περίπτωση του spyware. Για όσους δεν γνωρίζουν, η ιδέα πίσω του είναι απλή: Πλήρης παρακολούθηση ενός κινητού (smartphone) μέσω της εγκατάστασης ειδικού λογισμικού εν αγνοία, φυσικά, του ιδιοκτήτη του. Καθώς το κινητό σήμερα περιλαμβάνει όλη μας τη ζωή, δηλαδή όχι μόνο τις επικοινωνίες μας αλλά και τις μετακινήσεις μας, τα οικονομικά μας στοιχεία κοκ. αποτελεί πλέον έναν δελεαστικό στόχο παρακολούθησης. Πράγματι, πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι κρατικές μυστικές υπηρεσίες εδώ και καιρό χρησιμοποιούν spyware για την παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων (συγκεκριμένων) προσώπων.

Το φαινόμενο του spyware είναι κατά τη γνώμη μου τεχνικά εντυπωσιακό (clickless), ηθικά μεμπτό (η παρακολούθηση οποιουδήποτε από οποιονδήποτε είναι κακό πράγμα), όμως καθόλου νέο. Από την ίδρυσή τους οι κρατικές μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούν «πρόσωπα ενδιαφέροντος». Αυτή είναι η δουλειά τους. Δεν παρακολουθούν, πχ. εγκληματίες, αυτή είναι η δουλειά της Αστυνομίας. Ούτε παρακολουθούν όλον τον πληθυσμό, αυτή είναι η «δουλειά» φασιστικών ή κομμουνιστικών καθεστώτων. Από τη στιγμή, επομένως, που κάποιος βρεθεί στο στόχαστρο κρατικών μυστικών υπηρεσιών (για οποιονδήποτε λόγο, εδώ δεν εξετάζεται αυτό), αναπόφευκτα θα παρακολουθείται. Τα μέσα της παρακολούθησης εξελίσσονται, ακολουθώντας κάθε φορά την τεχνολογία. Παλιά, ήταν δύο τύποι με καμπαρτίνα και γυαλιά ηλίου απέναντι από το διαμέρισμά του. Σήμερα, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει μέσω spyware.

Το «Ψηφιακό Ξυράφι του Όκαμ» (Occams digirazor), ή το τεστ του πραγματικού κόσμου

Με τα παραπάνω παραδείγματα θέλω να δείξω ότι δεν είναι αναγκαστικά νέες όλες οι συνθήκες που φέρνει μπροστά μας η ψηφιακή ζωή. Όλες οι νέες λέξεις, τα νέα μοντέλα και οι νέες καταστάσεις που καθημερινά μας κατακλύζουν και που έχουν σχέση με την ψηφιακή τεχνολογία δεν είναι αναγκαστικά κάτι καινούργιο, κάτι πρωτοφανές. Ίσα ίσα, μετά από ψύχραιμη εξέταση μπορεί να διαπιστώσουμε ότι δεν αποτελούν τίποτα άλλο από την, αναπόφευκτη, προβολή του πραγματικού κόσμου στον ψηφιακό.

“Οι influencers του σήμερα δεν είναι τίποτα διαφορετικό από τις κοσμικές περσόνες του παρελθόντος. Και το spyware δεν είναι κάτι διαφορετικό παρά η προβολή της 24ωρης κατασκοπικής παρακολούθησης στον κόσμο των smartphones.”

Υπάρχουν διαφορές; Φυσικά και υπάρχουν. Στην περίπτωση των influencers η ψηφιακή τεχνολογία εξαφάνισε τους μεσάζοντες, δηλαδή τους εκδότες των περιοδικών. Τον ρόλο τους ανέλαβαν οι πλατφόρμες (Facebook, Instagram κλπ.) αλλά με έναν τρόπο πολύ πιο απρόσωπο και βιομηχανικό από ό,τι στο παρελθόν. Στην περίπτωση του spyware, η παρακολούθησε έγινε πολύ πιο αποτελεσματική: Οι τύποι με την καπαρντίνα μπορεί να παρακολουθούσαν τις κινήσεις, όμως για να γνωρίζουν και το περιεχόμενο των επαφών ή την ταυτότητα των συνομιλητών χρειάζονταν επιπλέον εξοπλισμό και κόπο. Το «ξεκλειδωμένο» smartphone προσφέρει τα πάντα, πλήρως, με το πάτημα ενός πλήκτρου.

Υπάρχουν εξαιρέσεις; Φυσικά και υπάρχουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που η ψηφιακή ζωή δημιούργησε κάτι πρωτοφανές, κάτι που η ανθρωπότητα δεν είχε ξαναδεί (ξεκινώντας, φυσικά, από το ίδιο το ίντερνετ!). Μπορεί το Facebook να ξεκίνησε από το, γνωστό σε όλους μας, σχολικό λεύκωμα, όμως σήμερα καμία σχέση δεν έχει με τις καταβολές του. Μπορεί το smartphone να ξεκίνησε από το κινητό τηλέφωνο, όμως πλέον καμία σχέση δεν έχει ούτε με αυτό ούτε με το σταθερό. Οι πλατφόρμες του LinkedIn ή του Instagram ή του TikTok ή ακόμα και το AirBnB ή το Uber είναι πρωτοφανείς, ως προς τις βασικές τους ιδέες.

Παρόλα αυτά, η γενική αρχή, νομίζω, εξακολουθεί να ισχύει: Όπως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, έτσι και στον ψηφιακό κόσμο ό,τι έρχεται στο φως, δεν γεννήθηκε αναγκαστικά σήμερα. Πρέπει κάθε φορά να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να ξεχωρίζουμε. Είναι αυτό που μας πλασάρεται ως νέο πραγματικά τέτοιο; Ή μήπως είναι μια μετεξέλιξη πραγμάτων που ήδη γνωρίζαμε, με ψηφιακή επικάλυψη; Σε αυτόν τον έλεγχο πρέπει να είμαστε αυστηροί, αλλά και δίκαιοι. Αυστηροί, ώστε ξαναζεσταμένες ιδέες να μην μας ξεφύγουν. Δίκαιοι, ώστε να αναγνωρίσουμε πότε μια παλιά ιδέα έχει αλλάξει τόσο πολύ που πλέον οφείλει να αναγνωριστεί ως νέα.

Αν θέλετε, πρόκειται για την, ψηφιακή, μετεξέλιξη του Ξυραφιού του Όκαμ: Όταν ακούτε για κάτι νέο στον ψηφιακό κόσμο κοιτάξτε πρώτα πίσω και μετά μπροστά. Νομίζω ότι γρήγορα θα διαπιστώσετε πως μόνο η μειοψηφία των νέων ιδεών στο ίντερνετ περνά το τεστ του πραγματικού κόσμου.

Η σχέση με την «κανονικοποίηση του ίντερνετ»

Σε άλλο κείμενο μιλήσαμε για την «κανονικοποίηση του ίντερνετ», δηλαδή για το φαινόμενο που κάθε ιντερνετικό μοντέλο μετά από έναν αρχικό χρόνο προσαρμογής/δημιουργικής καταστροφής τελικά καταλήγει να αναπαράγει ένα μοντέλο του παρελθόντος. Δηλαδή, στη μουσική εκεί που πληρώναμε 20 ευρώ το μήνα για ένα CD σήμερα πληρώνουμε 15 για μια οικογενειακή συνδρομή στο Spotify. Στις ταινίες, εκεί που νοικιάζαμε μια ταινία την εβδομάδα με 2 ευρώ, τώρα πληρώνουμε 12 ευρώ το μήνα στο Netflix. Σύντομα το ίδιο θα συμβεί και στον Τύπο. Με άλλα λόγια, τα εμπορικά μοντέλα του ψηφιακού κόσμου σιγά-σιγά κανονικοποιούνται, αναπαράγοντας μοντέλα τα οποία ήδη μας ήταν γνωστά.

Το φαινόμενο αυτό είναι συμπληρωματικό με το «τεστ του πραγματικού κόσμου» που είδαμε παραπάνω. Ένα «κανονικοποιημένο» ιντερνετικό μοντέλο δεν είναι νέο. Εξίσου, κάτι που αρχικά μας προξενεί εντύπωση όμως μετά από προσεκτική εξέταση διαπιστώνουμε ότι «κόβεται» από το «Ψηφιακό Ξυράφι του Όκαμ», μπορούμε να περιμένουμε ότι αργά ή γρήγορα θα κανονικοποιηθεί.

Και γιατί μας νοιάζουν όλα αυτά;

Όμως, γιατί μας νοιάζουν όλα τα παραπάνω; Γιατί άραγε έχει σημασία να εντοπίσουμε, και να ονομάσουμε, τα παραπάνω φαινόμενα; Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτα, επειδή έχει σημασία για την κατανόηση του ψηφιακού κόσμου γύρω μας. Αν δεχτούμε την παραπάνω ανάλυση, τότε ο ψηφιακός κόσμος τελικά δεν φαίνεται τόσο διαφορετικός και τόσο ξένος από τον πραγματικό, με τον οποίο έζησε η ανθρωπότητα για τόσες χιλιάδες χρόνια καταγεγραμμένης ιστορίας. Όμως, υπάρχει και ένας ακόμα λόγος, πιο πρακτικός: Αν δεχτούμε ότι πολλά από τα «νέα» του σήμερα είναι ίδια με τα παλιά, τότε δεν χρειαζόμαστε καινούργιους νόμους και κανόνες. Δηλαδή, τα όποια ζητήματα του spyware και των influencers μια χαρά ρυθμίζονται με νόμους που ήδη έχουμε σε ισχύ, και που εφαρμόζονται σε αντίστοιχες συνθήκες στον πραγματικό κόσμο. Δεν χρειαζόμαστε νέους. Η διαπίστωση αυτή έχει σημασία από μόνη της: Η πολυνομία και η πολυπλοκότητα τελικά δεν βοηθούν κανέναν – άλλο ένα μάθημα από το, παραδοσιακό αυτή τη φορά, Ξυράφι του Όκαμ.