Μια σύντομη αναδρομή στη συναρπαστική, αστεία και πάρα πολύ παραγνωρισμένη Ιστορία των Mαθηματικών του ποδοσφαίρου. 

Η πρώτη ιστορική περίοδος του ποδοσφαίρου ταυτίστηκε με τη γεωμετρία. Οι προπονητές, οι παίκτες και οι φίλαθλοι του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, αγάπησαν παράφορα τα αγωνιστικά σχήματα και τα συστήματα με τα οποία αυτά υλοποιούνταν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Αρχικά το ανάποδο Χριστουγεννιάτικο δέντρο -ένα ρομαντικό και αλλοπρόσαλλο 2-3-5, με δύο στην άμυνα και πέντε στην επίθεση- αργότερα το πιο αμυντικογενές και ορθόδοξο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με πέντε αμυντικούς και δύο επιθετικούς. Στην πορεία, το ποδόσφαιρο αγκάλιασε και τους ρόμβους του 3-4-3, τις ευθείες γραμμές του 4-4-2, τα τριγωνάκια των παικτών πάνω στο χορτάρι, τα νοητά τετράγωνα στα οποία χώριζαν οι εκφωνητές του ραδιοφώνου το γήπεδο προκειμένου να καταλαβαίνουν οι ακροατές τους σε ποιο σημείο ακριβώς παιζόταν η μπάλα. 

“Η γεωμετρία και η βασική στατιστική στο ποδόσφαιρο έχουν αντικατασταθεί από αλγόριθμους, εξειδικευμένο software και big data, τα οποία και χαρακτηρίζουν την προετοιμασία των ομάδων.”

Σταδιακά, η γεωμετρία έδωσε τη θέση της στην μπακαλίστικη αριθμητική (διαχρονικό και αγαπημένο το «έντεκα εμείς, έντεκα αυτοί») και στη βασική στατιστική (ποσοστά κατοχής μπάλας, ευστοχία κλπ), ενώ σήμερα πλέον το ποδόσφαιρο έχει εκχωρήσει στους αριθμούς πολύ μεγάλο μέρος της τυχαιότητας και της απροβλεψιμότητάς του. Οι αλγόριθμοι, τα εξελιγμένα λογισμικά και η επεξεργασία των big data παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην προετοιμασία των ομάδων, ενώ οι επιστήμονες που αναλύουν και ερμηνεύουν αυτά τα δεδομένα συνεργάζονται με τους προπονητές ως ισότιμοί τους. Κάποιοι, μάλιστα, απολαμβάνουν ήδη ανώτερο στάτους από αυτό των τεχνικών που λειτουργούν εντός των γραμμών του γηπέδου. 

Το πέρασμα του ποδοσφαίρου σ’ αυτήν τη σύγχρονη εποχή των ανώτερων μαθηματικών, των metrics και των analytics, σηματοδοτείται συμβολικά από μια ιστορία η οποία ακροβατεί ανάμεσα στην αλήθεια και τον χαριτωμένο αστικό μύθο: την άνοιξη του 2004, ένας σκάουτ της Άρσεναλ ενημέρωσε τον Αρσέν Βενγκέρ ότι έχει εντοπίσει ένα νεαρό ποδοσφαιριστή που τρέχει 14 χιλιόμετρα σε κάθε αγώνα στον οποίο συμμετέχει. Ο Αλσατός εντυπωσιάστηκε από το νούμερο, αλλά αμφισβήτησε την αξιοπιστία του, λέγοντας στους συνεργάτες του ότι καλό θα ήταν να ξέρουν προς ποια κατεύθυνση τρέχει όλα αυτά τα χιλιόμετρα ο παίκτης πριν του τον προτείνουν για μετεγγραφή. 

Τελικά ο Βενγκέρ πήγε ο ίδιος στη Μασσαλία για να παρακολουθήσει τον 20χρονο τότε Ματιέ Φλαμινί, πριν τον αποκτήσει -για ψίχουλα- στην Άρσεναλ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Ο Φλαμινί έμελλε να μείνει συνολικά επτά χρόνια στο Λονδίνο (σε δύο θητείες) και να γραφτεί στην ιστορία της ομάδας ως ο άνθρωπος που πέτυχε το τελευταίο γκολ στο Χάιμπουρι, πριν οι κανονιέρηδες το εγκαταλείψουν για το νεότευκτο Emirates. Τέσσερα χρόνια μετά την απόκτηση του Φλαμινί, η Άρσεναλ αγόρασε μια εταιρεία στατιστικής ανάλυσης, τη StatDNA, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί τον πυρήνα του τμήματος ανάλυσης δεδομένων του συλλόγου.

Η ιστορία της μετεγγραφής του Φλαμινί είναι ενδεικτική του ενθουσιασμού αλλά και της καχυποψίας με την οποία το ποδόσφαιρο υποδέχτηκε την ανάλυση των δεδομένων – ακόμα και η «ανοιχτόμυαλη» Πρέμιερ Λιγκ, ακόμα και ο εμβληματικός εκσυγχρονιστής της. Σήμερα που οι αριθμοί έχουν επιβάλει τη χρησιμότητα και την αξιοπιστία τους, κανένας προπονητής δεν μπαίνει στον κόπο να ταξιδέψει για να δει έναν ποδοσφαιριστή. Το αγωνιστικό σκάουτινγκ γίνεται στα τυφλά, με βάση τα σκληρά και αδυσώπητα δεδομένα και οι υποκειμενικοί ανθρώπινοι παράγοντες μπαίνουν στη μετεγγραφική συζήτηση σε δεύτερο χρόνο. Για να φτάσουμε μέχρι εδώ, όμως, χρειάστηκε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Και εννοείται ότι όπως συμβαίνει παντού -πολλώ δε μάλλον σε έναν χώρο εγγενώς συντηρητικό και παραδοσιόπληκτο όπως το ποδόσφαιρο- υπήρξαν πολλοί που προσπάθησαν να αποτρέψουν τη ροή των υδάτων. Η Ιστορία τους θυμάται κι αυτούς, αλλά ως ανέκδοτα δίπλα στη μεγάλη αφήγηση των πρωτοπόρων που επέβαλαν ή διευκόλυναν την εισβολή των μαθηματικών στο jogo bonito. 

Το ιστορικό ψέμα των αριθμών 

Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε να κρατήσει στατιστικά στοιχεία για αγώνες ποδοσφαίρου και στη συνέχεια να τα αξιοποιήσει με κάποιον τρόπο, ήταν ο Τσαρλς Ριπ (Charles Reep), ένας ταπεινός λογιστής της RAF, της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας. 

Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ο Ριπ άρχισε να καταγράφει στοιχεία από τους αγώνες ποδοσφαίρου που παρακολουθούσε ο ίδιος και να συλλέγει αντίστοιχα δεδομένα που κρατούσαν φίλοι και γνωστοί μετά από τη δική του παραίνεση. Η δουλειά του ήταν εντελώς ερασιτεχνική στην αρχή -σημειώσεις κρατημένες με χαρτί και μολύβι- αλλά αργότερα καταπιάστηκε επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, ως σύμβουλος σε αρκετές ομάδες (Μπρέντφορντ, Γουλβς, Σέφιλντ Γουέντνεσντεϊ, Γουίμπλεντον, Γουότφορντ, ακόμα και στην εθνική Νορβηγίας). Μελετώντας και αναλύοντας τις σημειώσεις του, ο Ριπ κατέληξε σε διάφορα αφοριστικά συμπεράσματα, όπως πχ ότι το 99.2% των επιθέσεων που πραγματοποιούνται σε έναν αγώνα αποβαίνουν άκαρπες ή ότι το 91.5% των γκολ προκύπτουν από επιθέσεις που βγαίνουν μετά από δύο ή το πολύ τρεις πάσες. Αυτός ειδικά ο αφορισμός για τις τρεις πάσες στοίχειωσε το αγγλικό ποδόσφαιρο για πολλές δεκαετίες, αφού ήταν η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκε το Long Ball, η θεωρία της μεγάλη μπαλιάς, αυτό που όλοι έχουμε στο μυαλό μας ως κλασικό, ξύλινο, βρετανικό στυλ ποδοσφαίρου, με τις σέντρες και τις μακρινές πάσες που ψάχνουν το κεφάλι του επιθετικού. 

Όπως απέδειξε πολλά χρόνια αργότερα ο Τζόναθαν Ουίλσον στο κλασικό πλέον βιβλίο του «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα», το ποδόσφαιρο που παρακολουθούσε ο Ριπ παιζόταν έτσι κι αλλιώς με δύο ή τρεις πάσες το πολύ, οπότε ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι το 91.5% των γκολ θα έβγαιναν από τέτοιες επιθέσεις. Μ’ αυτό το δεδομένο και λίγο ήταν το 91.5%. 

Οι σημερινοί αναλυτές αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Ριπ έναν πρωτοπόρο και οξυδερκή πρόδρομό τους, ο οποίος έκανε κάτι πολύ σωστό -συνέλεξε δεδομένα- αλλά μετά προχώρησε σε κάτι πολύ τολμηρό κι εν τέλει λανθασμένο -αποφάσισε να ερμηνεύσει τα δεδομένα χωρίς να έχει το απαραίτητο υπόβαθρο. Στις μέρες μας, το πλήθος, το εύρος και η ποιότητα των δεδομένων που συλλέγονται στο ποδόσφαιρο είναι τέτοια, ώστε για την ανάλυση και την επεξεργασία τους δεν είναι επαρκείς ούτε οι εξειδικευμένοι sports analysts. Οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι εμπιστεύονται πλέον τα δεδομένα τους σε διακεκριμένους μαθηματικούς, προγραμματιστές καριέρας και αστροφυσικούς της NASA.

 Ο πρώτος προπονητής που ενέταξε την επιστημονική μαθηματική ανάλυση στο ποδόσφαιρο -τόσο στις προπονήσεις όσο και στην τακτική- ήταν ο Βαλερί Λομπανόφσκι. Ο πατριάρχης του σοβιετικού ποδοσφαίρου έφερε στο άθλημα καινοτομίες που είναι ενεργές ακόμα και σήμερα. Πιστώνεται (μαζί με τον Ολλανδό Ρίνους Μίχελς) τη σύλληψη του Total Football και θα μνημονεύεται πάντα ως ο πρώτος άνθρωπος που εμπιστεύτηκε τα μαθηματικά για να χτίσει ομάδες που στην πορεία κατέκτησαν δεκάδες τίτλους (ο Λομπανόφσκι είναι ακόμα ο 2ος προπονητής σε κατακτήσεις τίτλων στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, πίσω μόνο από τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον). Με συνεργάτη τον Ανατόλι Ζελέντσοφ, φυσικομαθηματικό με έδρα στο πανεπιστήμιο του Κιέβου, και χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εποχής (σε μέγεθος φορτηγού μεταφορών – μετακομίσεων) επινόησε ένα αποτελεσματικό σύστημα υπολογισμού των κινήσεων των ποδοσφαιριστών, τόσο στις προπονήσεις όσο και μέσα στο γήπεδο, και μέτρησε με ποσοστά διάφορες πτυχές των αγώνων ποδοσφαίρου. Ένα από τα στατιστικά του συμπεράσματα το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα ως εργαλείο από πολλούς προπονητές, είναι ότι η ομάδα που καταφέρνει να περιορίσει τη διάρκεια των λανθασμένων ενεργειών της στο 18% της συνολικής διάρκειας των σημαντικών στιγμών ενός αγώνα, δεν πρόκειται να χάσει. 

Οι πρώτοι διδαχθέντες 

Η πρώτη μεγάλη εταιρεία συλλογής και ανάλυσης ποδοσφαιρικών δεδομένων, η Opta, ιδρύθηκε από μια ομάδα συμβούλων επιχειρήσεων που αποφάσισαν να κάνουν το χόμπι τους (το ποδόσφαιρο) κερδοφόρο επάγγελμα. Τα πρώτα media που εμπιστεύτηκαν τις υπηρεσίες της, το μακρινό 1996, ήταν το δίκτυο Sky Sports (αναμενόμενο) και η εφημερίδα The Observer (καθόλου αναμενόμενο, αφού πρόκειται για έντυπο που δεν ειδικεύεται στα αθλητικά). 

Η γρήγορη επιτυχία της Opta γέννησε ανταγωνιστές, με την Prozone να μπαίνει πολύ δυναμικά στην αγορά των ποδοσφαιρικών δεδομένων, απευθυνόμενη από την πρώτη στιγμή όχι σε ΜΜΕ, αλλά σε επαγγελματίες του αθλήματος. Την ιδέα, μάλιστα, για την ένταξη της Prozone στο πεδίο των Sports Data Analytics την έδωσε ο Στιβ Μακλάρεν. Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, η οποία επίσης ξύνει την επιφάνεια του αστικού μύθου, η Prozone ήταν μια εταιρεία που κατασκεύαζε πολυθρόνες που κάνουν αυτόματο μασάζ, σαν αυτές που βρίσκουμε στα αεροδρόμια. Ο Μακλάρεν, προπονητής τότε στην Ντέρμπι Κάουντι, χρησιμοποιούσε τα προϊόντα της Prozone για αποθεραπεία μετά τις προπονήσεις, αλλά οι παίκτες του διαμαρτύρονταν ότι ήταν πολύ βαρετό να κάθονται στην πολυθρόνα για ένα τέταρτο χωρίς να έχουν τίποτα να κάνουν. Ο κόουτς, λοιπόν, πρότεινε στην εταιρεία να προβάλλει παράλληλα βίντεο από τον προηγούμενο αγώνα της ομάδας, προκειμένου οι παίκτες να περνούν την ώρα τους μελετώντας τα λάθη και τα σωστά που έκαναν στο ματς. 

Παρά τη φοβερή του έκλαμψη σχετικά με την Prozone, ο Μακλάρεν αποδείχτηκε σε όλη του την καριέρα ένας συντηρητικός προπονητής. Είναι ακόμα ενεργός, αλλά εδώ και χρόνια άπαντες τον μνημονεύουν κυρίως για το αποτυχημένο πέρασμά του από την εθνική Αγγλίας και για εκείνο το βροχερό απόγευμα στο Γουέμπλεϊ, όταν άνοιξε ομπρέλα στο γήπεδο, την ώρα που η Αγγλία έχανε από την Κροατία και αποκλειόταν από το Euro 2008 (ο πρώτος της αποκλεισμός από το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα μετά από 25 χρόνια). 

Συμπτωματικά, ένας ακόμα αποτυχημένος προπονητής της εθνικής Αγγλίας (ο πιο αποτυχημένος απ’ όλους) έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ένας πρωτοπόρο των analytics στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο Σαμ Αλαρντάις, γνωστός και ως big Sam, παρότι έχει κερδίσει με το σπαθί του τον χαρακτηρισμό του προπονητή παλαιάς κοπής (είναι η βρετανική εκδοχή του κόουτς Γιώργου Παράσχου), όταν πήγε την Μπόλτον στη μεγάλη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος, έκανε κάτι πολύ τολμηρό και καινοτόμο:  Προσέλαβε μια ομάδα βοηθών με αποκλειστικό job description την παρακολούθηση βίντεο από αγώνες της δικής του ομάδας αλλά και των αντιπάλων της. Πολύ σύντομα, οι αναλυτές αποφάνθηκαν ότι μια ομάδα με το μικρό μπάτζετ και το μέτριο ρόστερ της Μπόλτον, αν ήθελε να κερδίζει βαθμούς θα έπρεπε να τρέχει περισσότερα χιλιόμετρα από την αντίπαλό της και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις στημένες φάσεις. Ο Αλαρντάις αφιέρωσε ατελείωτο χρόνο στις προπονήσεις του στις εκτελέσεις φάουλ, κόρνερ, ακόμα και πλαγίων και η Μπόλτον έγινε η πρώτη ομάδα στην ιστορία της Πρέμιερσιπ που πέτυχε περισσότερα από τα μισά της γκολ από στημένες μπάλες. 

Από πολλές απόψεις, εκείνη η Μπόλτον αψηφούσε τη λογική. Τερμάτισε μέσα στην οκτάδα του πιο ακριβού πρωταθλήματος του κόσμου όλες τις σεζόν από το 2003 ως το 2007 και βγήκε δύο φορές στην Ευρώπη. Όλα αυτά, με φθηνούς ή ελεύθερους παίκτες και με τον Γκάρι Σπιντ, ο οποίος αποκτήθηκε στα 35 του και έπαιξε μέχρι τα 39 του μόνο και μόνο γιατί μπορούσε να τρέχει 12 χιλιόμετρα σε κάθε αγώνα και να ευστοχεί στο 80% των κοντινών πασών τις οποίες επιχειρούσε. 

Τα παιδιά του Αλαρντάις, εκείνοι οι βοηθοί που παρακολουθούσαν νυχθημερόν βίντεο, στελεχώνουν σήμερα τα επιτελεία των μεγαλύτερων συλλόγων της Αγγλίας. Ο Εντ Σάλεϊ και ο Γκάβιν Φλέιγκ έγιναν ο Head of Performance Analysis και ο διευθυντής του τμήματος τεχνικού σκάουτινγκ της Μάντσεστερ Σίτι, ενώ ο Ντέιβ Φάλοους πήγε στη Λίβερπουλ ως επικεφαλής του τμήματος μετεγγραφικού σχεδιασμού. 

Πρωτοποριακή και πολύ ουσιαστική ήταν και η δουλειά που έγινε στην Έβερτον στα χρόνια που παρέμεινε στο τιμόνι της ο Ντέιβιντ Μόγιες. Ο Σκωτσέζος τεχνικός, πριν κάνει το λάθος να αναλάβει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αμέσως μετά τη συνταξιοδότηση του σερ Άλεξ Φέργκιουσον, είχε φτιάξει το κορυφαίο τμήμα ανάλυσης και τεχνικού σκάουτινγκ στην Αγγλία για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η δική του Έβερτον, με ελάχιστο μετεγγραφικό μπάτζετ και περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, τερμάτισε τουλάχιστον 8η όλες τις σεζόν από το 2007 ως το 2013. Εξέθρεψε και ανέδειξε ταλέντα όπως ο Γουέιν Ρούνι, ο Τζακ Ρόντγουελ και ο Ρος Μπάρκλεϊ και μετέτρεψε σε σταρ «θαμπούς» ποδοσφαιριστές, όπως ο Λέιτον Μπέινς και ο Λίον Όσμαν. Ο Μπέινς, ειδικά, αποτελεί μέχρι σήμερα παράδειγμα αναφοράς για τους geeks των αριθμών, αφού επί των ημερών του Μόγιες, κατάφερνε να δημιουργεί με το παιχνίδι του μία ευκαιρία κάθε 21.6 λεπτά. Το στοιχείο αυτό είναι απίθανο – ούτε ο Νταβίντ Σίλβα της Σίτι, ούτε ο Σάντι Καθόρλα της Άρσεναλ, ούτε κανένας άλλος πλέι μέικερ στην Ευρώπη εκείνη την εποχή δεν πλησίαζε αυτά τα νούμερα. 

Η ισπανική κατάκτηση 

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις προπονητών στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι αυτή του Ρομπέρτο Μαρτίνες. Ο Ισπανός, ο οποίος εδώ και πέντε χρόνια βρίσκεται στο τιμόνι της εθνικής Βελγίου και αυτές τις μέρες επιδιώκει την κατάκτηση του Euro 2020, έχει προπονήσει συλλογικά μόνο αγγλικές ομάδες και σε ό,τι αφορά στην Πρέμιερ Λιγκ, θεωρείται ο απόλυτος γκουρού και προφήτης των αριθμών. Διόλου τυχαία, είναι και ο άνθρωπος που αντικατέστησε τον Ντέιβιντ Μόγιες στην Έβερτον, όταν εκείνος έφυγε για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. 

Το μεγαλύτερο αγωνιστικό θαύμα του Μαρτίνες ήταν η Γουίγκαν. Την ανέλαβε το 2010 (νωρίτερα είχε κάνει εντυπωσιακή δουλειά στη Σουίντον), όταν ήταν ήδη στην Πρέμιερ Λιγκ κι αφού είχε καταφέρει να επιβιώσει στη μεγάλη κατηγορία επί πέντε σεζόν στις οποίες ήταν πάντα το μεγάλο φαβορί για υποβιβασμό. Η Γουίγκαν ήταν η ομάδα με το μικρότερο γήπεδο στο πρωτάθλημα, με τα λιγότερα εισιτήρια και με τα λιγότερα ετήσια έσοδα. Με τον Ισπανό στον πάγκο της πέτυχε την πρώτη χρονιά να νικήσει τις τρεις από τις τέσσερις μεγάλες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, ενώ στην τελευταία του σεζόν, το 2013, η Γουίγκαν κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας, νικώντας τη Μάντσεστερ Σίτι. Εξυπακούεται ότι ήταν το πρώτο (και μοναδικό μέχρι στιγμής) τρόπαιο στην ιστορία της ταπεινής ομαδούλας από τα περίχωρα του Μάντσεστερ. 

Από εκείνα τα χρόνια της Γουίγκαν ήδη, ο Ρομπέρτο Μαρτίνες είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του μια οθόνη αφής 60 ιντσών, η οποία «έτρεχε» νυχθημερόν το λογισμικό ανάλυσης αποδόσεων της Prozone. Οι συνεργάτες του περιγράφουν ότι περνούσε όλον τον ελεύθερο χρόνο του μπροστά από εκείνη την οθόνη, συχνά βλέποντας ως και 10 φορές σε επανάληψη αγώνες της Γουίγκαν – κυρίως τις ήττες της ομάδας. Όταν πήγε στην Έβερτον, ο Ισπανός πήρε μαζί του όλο το τιμ των αναλυτών της Γουίγκαν και -έχοντας μεγαλύτερο μπάτζετ στη διάθεσή του- εξόπλισε τους παίκτες του με wearable trackers και εντοπιστές GPS για να μπορεί να καταγράφει όλες τις πτυχές της συμπεριφοράς τους στον αγώνα και στις προπονήσεις. Επιπλέον, προσέλαβε βοηθούς που παρακολουθούσαν και ανέλυαν τα δεδομένα των εκάστοτε αντιπάλων της Έβερτον σε βάθος τουλάχιστον 10 αγώνων.

“Η πιο σημαντική συνεισφορά του Ρομπέρτο Μαρτίνες στην εφαρμογή της data analysis στο ποδόσφαιρο, όμως, ήταν ο διαχωρισμός των στατιστικών στοιχείων από τα metrics – την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων.”

Τη διαφορά τους τη συνόψισε ο ίδιος με ένα εκλαϊκευμένο δίλημμα που έθεσε κάποτε σε δημοσιογράφους: «Ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να κάνει 10 σουτ σε έναν αγώνα, όλα στην εστία, και να μην πετύχει κανένα γκολ. Ένας άλλος ποδοσφαιριστής, μπορεί να εκτελέσει εννέα άστοχα σουτ και στο δέκατο να σκοράρει. Ποιο από τα δύο στατιστικά είναι πιο χρήσιμο;». 

Παρά τη λατρεία του για τους αριθμούς, ο Μαρτίνες παραμένει ένας πολύ «ανθρώπινος» προπονητής. Θέλει να είναι κοντά στους παίκτες του, αναπτύσσει μαζί τους σχέσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της επαγγελματικής συνεργασίας και ρίχνει τεράστιο βάρος στην ψυχολογία και στη διάθεση των ποδοσφαιριστών. «Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ποδοσφαιριστές μια – δυο φορές την εβδομάδα», συνηθίζει να λέει. «Τις υπόλοιπες μέρες είναι σύζυγοι, πατέρες και γιοι, βιώνουν καταστάσεις που κανένα λογισμικό δεν μπορεί να προβλέψει». 

Η διαχρονική αλήθεια των αριθμών 

Την τελευταία δεκαετία, η πρωτοπορία και η καινοτομία στον τομέα της ανάλυσης των sports data είναι υπόθεση των μεγάλων ομάδων. Οι μικροί κάνουν ό,τι μπορούν και αποκομίζουν όποιο πλεονέκτημα μπορεί να τους δώσει η έξυπνη επεξεργασία των δεδομένων στα οποία έχουν πρόσβαση, αλλά οι πλούσιοι σύλλογοι βρίσκονται ήδη σε άλλο επίπεδο.

Η Μάντσεστερ Σίτι, για παράδειγμα, ετοιμάζει εξειδικευμένο τμήμα Τεχνητής Νοημοσύνης, στο οποίο φιλοδοξεί να αναπτύξει ένα τρισδιάστατο μοντέλο πρόβλεψης αγώνων ποδοσφαίρου.  Η πρώτη ομάδα στην Αγγλία που ίδρυσε ξεχωριστό τμήμα analytics ήταν η Τσέλσι, το 2008. Λίγους μήνες αργότερα, η Άρσεναλ εξαγόρασε τη StatDNA για να την προφτάσει. Η Μάντσεστερ Σίτι έγινε  η πρώτη ομάδα που πήρε πρωτάθλημα χάρη στους αναλυτές της. Το 2012, ο Γκάβιν Φλέιγκ έπεισε τον Ρομπέρτο Μαντσίνι ότι το πιο επικίνδυνο κόρνερ είναι αυτό που εκτελείται με κατεύθυνση προς το τέρμα. Ο Ιταλός προπονητής ήταν φανατικός υποστηρικτής του κόρνερ που γίνεται με εξωτερικό φάλτσο, προς την περιοχή και όχι προς την εστία, αλλά αποφάσισε να συμμορφωθεί με το συμπέρασμα που προέκυπτε από την τεράστια database των αγώνων που είχε μελετήσει ο Φλέιγκ. Στο τέλος εκείνης της σεζόν, η Σίτι κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της σύγχρονης ιστορίας της έχοντας πετύχει 15 γκολ από κόρνερ – περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ. Το καθοριστικό γκολ του Βενσάν Κομπανί κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ προέκυψε από ένα τέτοιο κόρνερ με κατεύθυνση προς το τέρμα. 

Η Λίβερπουλ ήταν ο πρώτος σύλλογος που εκχώρησε στους αναλυτές του αρμοδιότητες που καμιά φορά υπερβαίνουν κι αυτές του προπονητή. Ένας αναλυτής, άλλωστε, εισηγήθηκε την πρόσληψη του ίδιου του Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος χάρισε στη Λίβερπουλ το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 30 χρόνια. Ο Ίαν Γκράχαμ ήταν ο αναλυτής και διάλεξε έναν Κλοπ ο οποίος προερχόταν από τη χειρότερη χρονιά του στην Ντόρτμουντ. Η ομάδα είχε τερματίσει έβδομη στο γερμανικό πρωτάθλημα, αλλά σύμφωνα με την ανάλυση του Γκράχαμ, θα έπρεπε να είναι δεύτερη, πίσω από την Μπάγερν. Τα δεδομένα έδειχναν ότι ο Κλοπ την είχε κοουτσάρει ιδανικά όλη τη χρονιά και ότι η Ντόρτμουντ ήταν απλώς άτυχη σε κάποια κομβικά ματς. 

Ο Γκράχαμ ήταν αυτός που είχε εισηγηθεί και την απόκτηση του Κοουτίνιο. Η Λίβερπουλ τον αγόρασε με 15 εκατομμύρια από την Ίντερ και λίγα χρόνια αργότερα τον πούλησε 140 εκατομμύρια στην Μπαρτσελόνα. Και ο Μοχάμεντ Σάλαχ «εύρημα» του Γκράχαμ ήταν, όπως και ο Βέρτζιλ Φαν Ντάικ. Και οι δύο θεωρήθηκαν υπερβολικά ακριβοί την περίοδο της αγοράς τους, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έβγαλαν και με το παραπάνω τα χρήματα που ξόδεψε γι’ αυτούς η Λίβερπουλ. 

ΠοδοσφαιριστήςΑξία μετεγγραφής
(σε εκατ. ευρώ)
Σημερινή αξία
(σε εκατ. ευρώ)
Μεταβολή αξίας
(σε εκατ. ευρώ)
Σαντιό Μανέ41,2 120+79
Τζίτζι Βαϊνάλντουμ27,550+22
Βίρτζιλ Βαν Ντάικ84,790+5,3
Μοχάμεντ Σαλάχ42150+108
Άλεξ Όξλεϊντ-Τσάμπερλεϊν3835-3,0
Άλισον Μπέκερ62,572+9,5
Ναμπί Κεϊτά6060
Φαμπίνιο45,050+5
Σερντάν Σακίρι14,725+10
Σύνολο415,6652+236
Οι παίκτες που αγόρασε η Λίβερπουλ έπειτα από εισηγήσεις του Ίαν Γκράχαμ και η σημερινή τους αξία (πηγή: Transfermarkt.com).

Οι αριθμοί, λοιπόν, ξέρουν την αλήθεια, αλλά την αποκαλύπτουν μόνο σ’ αυτούς που θα τους διαβάσουν σωστά ή -κυρίως- σ’ αυτούς που θα επιλέξουν να διαβάσουν τους σωστούς αριθμούς. Όταν, για παράδειγμα, ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον έδιωξε το 2001 τον Γιάαπ Σταμ από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το έκανε γιατί οι αριθμοί έδειχναν ότι ο Ολλανδός αμυντικός χρόνο με τον χρόνο έκανε όλο και λιγότερα τάκλιν. Ο Σταμ, όμως, ήταν ένας εξαιρετικός σέντερ μπακ και το απέδειξε συνεχίζοντας την καριέρα του στη Λάτσιο και στη Μίλαν. Οι προπονητές σήμερα γνωρίζουν ότι οι πραγματικά καλοί αμυντικοί δεν κάνουν τάκλιν, γιατί δεν χρειάζεται – ο Πάολο Μαλντίνι έπεσε ελάχιστες φορές για τάκλιν στην καριέρα του. Είχε τόσο καλές τοποθετήσεις στον χώρο, που προλάβαινε να κόψει τις αντίπαλες επιθέσεις πριν αυτές υλοποιηθούν σε επικίνδυνες φάσεις. 

Το 2001, όμως, δεν ήταν εύκολο για τους αναλυτές να εντοπίσουν αρνητικά γεγονότα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα – τις επιθέσεις που δεν συνέβησαν ή τα γκολ που έπρεπε να μπουν και δεν μπήκαν. Η στατιστική ανάλυση του ποδοσφαίρου επικεντρωνόταν (και σ’ ένα βαθμό αυτό κάνει μέχρι σήμερα) σ’ αυτά που συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και -πάνω απ’ όλα- σ’ αυτά που συμβαίνουν για να καταλήξει η μπάλα στα δίχτυα. Ένας μέσος παίκτης, όμως, περνάει μόλις 53 δευτερόλεπτα με την μπάλα στα πόδια του κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου αγώνα. Οι σύγχρονοι αναλυτές ασχολούνται (προφανώς) μ’ αυτά τα 53 δευτερόλεπτα, αλλά για πρώτη φορά προσπαθούν να αξιολογήσουν αυτά που κάνει ο κάθε παίκτης στα υπόλοιπα 89 λεπτά και επτά δευτερόλεπτα. Εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο κινείται και τοποθετείται στο γήπεδο και αξιολογούν τις θέσεις που πρέπει να πάρει ώστε να μπορεί να αποτρέπει ή να δημιουργεί μελλοντικά συμβάντα. Προβλέπουν τι θα μπορεί να κάνει ο παίκτης όταν η μπάλα ξαναμπει στη δική του εμβέλεια. 

Συνοπτικά, αυτό ονομάζεται «γεωμετρία του αγώνα χωρίς την μπάλα» και απ’ ό,τι φαίνεται είναι το επόμενο πεδίο στο οποίο θα εστιάσουν οι μελέτες των sports data analysts. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο συντάκτης που θα επιχειρήσει να καταγράψει την εξέλιξη των μαθηματικών του ποδοσφαίρου σε 10 ή σε 15 χρόνια από σήμερα, να ξεκινήσει το κείμενό του γράφοντας ότι το ποδόσφαιρο μπήκε στην τρίτη του ιστορική εποχή όταν εγκατέλειψε τους αριθμούς και τους αλγορίθμους κι επέστρεψε στη γεωμετρία.