Μπορεί η εξάπλωση της πανδημίας να ανέκοψε το παγκόσμιο “τουριστικό κύμα” όμως αυτό που δεν ανακόπηκε είναι η ανάγκη για ένα μοντέλο τουρισμού φιλικότερο προς το φυσικό περιβάλλον.

Το καλοκαίρι του 2019 σε μια περίοδο όπου η χώρα μας  ετοιμαζόταν να «γράψει» ένα ακόμα ρεκόρ αφίξεων ξένων επισκεπτών, το βρετανικό Κοινοβούλιο ξεκίνησε έρευνα για να διαπιστώσει ποιες είναι οι επιπτώσεις του τουρισμού  στο περιβάλλον. «Όταν κλείνουμε μια κρουαζιέρα ή πτήσεις σε έναν δημοφιλή προορισμό είναι εύκολο να ξεχάσουμε τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των διακοπών» δήλωνε, τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, η Mary Creagh,  βουλευτής και πρόεδρος της επιτροπής περιβάλλοντος του βρετανικού Κοινοβουλίου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η αλληλεπίδραση τουρισμού και περιβάλλοντος έφτανε στα πρωτοσέλιδα διεθνών μέσων ενημέρωσης. Κατά σύμπτωση, ίσως, η κυβέρνηση της Ταϋλάνδης είχε ανακοινώσει την ίδια περίοδο πως κλείνει επ’ αόριστον την πρόσβαση στην παραλία Maya -που έγινε πασίγνωστη από την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Λεονάρντο ντι Κάπριο-, η οποία έως τότε δεχόταν 5.000 τουρίστες και 200 πλοιάρια κάθε μεγέθους σε ημερήσια βάση.

Η παραλία Maya στην Ταϊλάνδη – Πηγή: Ivan Nedelchev, Unsplash

«Το οικοσύστημα έχει υποστεί σοβαρές βλάβες» ανέφερε ο διευθυντής των εθνικών πάρκων της χώρας, ενώ το 80% των κοραλλιών της περιοχής έχει υποστεί μεγάλες φθορές. Το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει πως από την άνοιξη του 2021 θα επιτρέπεται η πρόσβαση σε 350 επισκέπτες ημερησίως. Προκειμένου να προστατευτεί το ευαίσθητο σύστημα των κοραλλιών, τα πλοιάρια δεν θα μπορούν να ρίχνουν άγκυρα κοντά στην ακτή.

Τουρίστες παραπονιούνται για τους τουρίστες

Ο υπερτουρισμός, μία από τις όχι ιδιαίτερα συζητημένες παρενέργειες του τουρισμού, δεν μας είναι ξένος. «Η έλλειψη τουριστικής διακυβέρνησης και στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των τοπικών και των εθνικών αρχών θα μπορούσε να θέσει το μέλλον του προορισμού σε κίνδυνο», αναφέρει έκθεση επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιλαμβάνει και την περίπτωση της Σαντορίνης.

Το νησί των 76 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τους 15.550 μόνιμους κατοίκους «παράγει» τουριστικά έσοδα 1 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ το 2017 φιλοξένησε 5,5 εκατ. επισκέπτες έναντι 2,2 εκατ. το 2012, επισήμαινε η έκθεση.

Σαντορίνη, Πηγή: Vesela Vaclavikova, Unsplash

Ανέφερε, επίσης, πως τα Ιόνια νησιά και η Πελοπόννησος είναι στην πορτοκαλί ζώνη και κινδυνεύουν να γίνουν και αυτές οι περιοχές θύματα του υπερτουρισμού.

Όπως σημειώνει η έκθεση στο κεφάλαιό της για τη Σαντορίνη, τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η περιβαλλοντική επιβάρυνση του νησιού, η «διάχυση» των επισκεπτών σε κατοικημένες περιοχές,  η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το φαινόμενο οι τουρίστες να παραπονούνται για τον μεγάλο αριθμό τουριστών.

Αλλά αυτά είναι η κορυφή του παγόβουνου.

Δειλά δειλά τα τελευταία χρόνια αρχίζει να τίθεται το θέμα της ευρύτερης επιβάρυνσης του τουρισμού στο περιβάλλον. Έχει προηγηθεί μία εκρηκτική περίοδος για την τουριστική βιομηχανία όπου το αεροπορικό ταξίδι δεν είναι πια μια απρόσιτη πολυτέλεια για τους λίγους.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO) οι αφίξεις ξένων επισκεπτών το 1950 διαμορφώθηκαν σε 25 εκατ. σε όλο τον κόσμο.

Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά 56 φορές για να φτάσει το 2018, σχεδόν 70 χρόνια μετά, στο 1,4 δισ. Βεβαίως οι στατιστικές για το 2020 θα καταγράψουν την κατακόρυφη πτώση και τον σχεδόν μηδενισμό της κίνησης σε δημοφιλείς προορισμούς ανά τον κόσμο λόγω της πανδημίας, ωστόσο η φετινή χρονιά θα αποτελεί μάλλον εξαίρεση.

“Μεταξύ του 2009 και του 2013 το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού αντιστοιχούσε στο 8% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου”

Στη δεκαετία του ’50 οι δημοφιλείς προορισμοί ήταν στην Ευρώπη. Έκτοτε αναπτύχθηκαν θέρετρα κυρίως στην Ασία και την αμερικανική ήπειρο όμως ακόμα και σήμερα η Γηραιά Ήπειρος εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο υποδεχόμενη το 50% των διεθνών αφίξεων.

Όμως ποιο είναι το αντίτιμο για τον τουρίστα από τις μακρινές χώρες; Μελέτη του 2018, που δημοσιεύθηκε στο Nature Climate Change , αξιολόγησε στοιχεία από 160 χώρες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ του 2009 και του 2013 το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού αντιστοιχεί στο 8% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και καθιστά τον τομέα σημαντικότερο ρυπαντή σε σύγκριση με την κατασκευαστική βιομηχανία. Το 2013 ο τομέας παρήγαγε 4,5 δισ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Η αύξηση στη ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών είναι μεγαλύτερη από την «απο-ανθρακοποίηση» του κλάδου, ενώ οι μεγαλύτερες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις καταγράφονται σε χώρες υψηλού εισοδήματος.

Βεβαίως μπορείς να προσεγγίσεις ένα θέμα από πολλές πλευρές και να καταλήξεις σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πολύ καιρό πριν την εκδήλωση της πανδημίας, το 2016, ο UNWTO είχε εκτιμήσει πως στον τουρισμό αντιστοιχεί το 5% των ανθρωπογενών ρύπων και πως θα αυξηθεί στο 5,3% το 2030. Επιπροσθέτως, οι εκπομπές ρύπων από τον τουρισμό αντιστοιχούν στο 22% των συνολικών εκπομπών του κλάδου των μεταφορών. Σύμφωνα με τον οργανισμό, στην περίοδο 1998 – 2016 οι εκπομπές αερίων που χρεώνονται στον τουρισμό αυξήθηκαν κατά 25% και άγγιξαν τους 2 δισ. μετρικούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα.

Από τις μετρήσεις δεν λείπουν βέβαια και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις.

Σε ανάλυσή του το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (γνωστότερο ως WWF) σημείωνε πως ο θαλάσσιος τουρισμός έχει δημιουργήσει 200 εκατ. θέσεις σε όλο τον κόσμο. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η οργάνωση αναφέρει σε σχετική της ανάλυση πως μόνο στην περιοχή της Καραϊβικής τα κρουαζιερόπλοια αφήνουν πίσω τους γύρω στους 70.000 τόννους λυμάτων. Παράλληλα η WWF επισημαίνει πως διαφορετικά μοντέλα έχουν διαφορετικό αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες. Στο μοντέλο του  all-inclusive τουρισμού, που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει σημαίνουσα θέση και στη χώρα μας, μόλις το 20% των εσόδων επιστρέφει στις τοπικές κοινότητες. Αντίθετα, σε μοντέλα οικολογικής (ή οικο-κεντρικής) τουριστικής εκμετάλλευσης το αντίστοιχο ποσοστό επιστροφής φτάνει στο 95%.

Μια οξύμωρη κατάσταση

Πολλές χώρες ανέπτυξαν τουριστικό προϊόν τα τελευταία εκατό χρόνια, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, αλλά δεν ακολούθησαν όλοι την ίδια προσέγγιση. Η πολυτέλεια και η χαλάρωση ήταν το ατού των αναπτυγμένων χωρών που φρόντιζαν να προβάλλουν τις υποδομές τους. Η Ελλάδα δεν ήταν όμως μία από αυτές.

Όταν «ανακάλυψε» τον τουρισμό στην περίοδο του Μεσοπολέμου συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να προβάλει πράγματα που δεν είχε. Έτσι, αντί για ανέσεις πρόταξε το φυσικό της τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά αλλά η δικτατορία Μεταξά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος προκάλεσαν μια υποχρεωτική 15ετή σιγή.

Τα επίκαιρα του British Pathé, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 καταγράφουν την επιστροφή της Ελλάδας στην υπό διαμόρφωση τουριστική αγορά, όπου και πάλι το φυσικό περιβάλλον και η πολιτιστική κληρονομιά προβάλλονται ιδιαιτέρως έντονα.  Όμως η ανάπτυξη των υποδομών που ήταν αποτέλεσμα της σταδιακής αύξησης της ζήτησης προκαλεί πίεση στο φυσικό περιβάλλον, την οποία εντείνει -όπως δείχνουν η Ταϋλάνδη και η Σαντορίνη- η αύξηση των τουριστών.

Ένα νέο μοντέλο

Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας του 2014 σχετικά με τον τουρισμό και τις προκλήσεις που δέχεται από την κλιματική αλλαγή, ανέφερε πως είναι επιτακτικά αναγκαία η λήψη µέτρων που θα καταστήσουν τον τουρισµό φιλικότερο προς το φυσικό και το δοµηµένο περιβάλλον, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς.

«Προτείνονται οι ειδικές και εναλλακτικές µορφές τουρισµού, ο επαναπροσδιορισµός των µηνών µε ιδιαίτερη ζήτηση του ηλιοτροπικού τουρισµού, ο εµπλουτισµός του προϊόντος, η βελτίωση των παρεχόµενων υπηρεσιών και η έµφαση περισσότερο στην εντατική παρά στην εκτατική ανάπτυξη (π.χ. στην αύξηση της κατά κεφαλήν τουριστικής δαπάνης παρά του συνολικού αριθµού των αφίξεων) µέσα και από την άµβλυνση του φαινοµένου της εποχικότητας ώστε να ξεπεραστεί η παθογένεια του ελληνικού τουριστικού προϊόντος», σημειώνει η έκθεση.

Αυτά, το 2014, μια χρονιά που οι προτεραιότητες στον δημόσιο διάλογο δεν αφορούσαν το μέλλον του τουρισμού. Ωστόσο στην εξαετία που ακολούθησε λίγοι φαίνεται να έχουν αντιληφθεί τη σημασία των παραινέσεων και των έμμεσων προειδοποιήσεων της κεντρικής τράπεζας.

Αριθμοί μιας (υπερ)εκμετάλλευσης

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να ακούμε για τα ρεκόρ των αφίξεων που έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο για να φτάσουν στο επίπεδο των 33,5 εκατ. ευρώ και των 18 δισ. ευρώ σε έσοδα το 2019. Όμως αυτό το θαύμα των επιδόσεων όπως φαίνεται και από το σχετικό διάγραμμα δεν είναι αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης διαδικασίας που ξεκίνησε κάποια στιγμή στο παρελθόν και άρχισε να αποφέρει σταδιακά καρπούς.

Chart by Visualizer

Μόλις 25 χρόνια πίσω ο ελληνικός τουρισμός πάλευε με το ψυχολογικό όριο των 10 εκατ. αφίξεων, ενώ το 2004 οι προσδοκίες για τουριστικό κύμα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων διαψεύσθηκαν οικτρά με κάμψη των αφίξεων κατά περίπου 600.000. Η έκρηξη στις αφίξεις καταγράφεται μεσούσης της οικονομικής κρίσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 εμφάνισε σχεδόν διπλάσιο αριθμό αφίξεων σε σχέση με το 2011. Ξανά – Το 2019 ο αριθμός των ξένων τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα είναι διπλάσιος σε σχέση με οκτώ χρόνια πριν.

Για μια χώρα που περιγράφει τον τουρισμό ως ισχυρό πυλώνα της οικονομίας της αυτή η απότομη αύξηση θα έπρεπε να προβληματίζει και να θέτει ένα βασικό ερώτημα: Ποιο είναι το τίμημα της επιτυχίας;

Χτίστε και ξαναχτίστε

Η Σαντορίνη που έχει πέσει θύμα της επιτυχίας της επιδεικνύει μια ανησυχητική επίδοση, όπου το 15% της έκτασής της έχει κτιστεί, όταν στις υπόλοιπες Κυκλάδες το ποσοστό βρίσκεται στο 1%, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Αλλά η εγκατάλειψη άλλων κλάδων της οικονομίας για τα θέλγητρα του τουρισμού δεν είναι, βεβαίως, προνομιακό πεδίο για τους νησιώτες και τους επιχειρηματίες του εν λόγω συμπλέγματος του Αιγαίου.

Σύμφωνα με ανάλυση του ΣΕΤΕ επί στοιχείων του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος στην περίοδο 2000-2013 σημειώθηκε αύξηση 30,21% στον αριθμό των ξενοδοχειακών κλινών σε όλη τη χώρα. Πρωταθλήτρια ανάπτυξης για αυτή την περίοδο αναδεικνύεται η Ήπειρος, η οποία με αύξηση 57,92% έδειξε να μειώνει την απόσταση που τη χωρίζει από άλλες, ήδη ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές της χώρας.

Chart by Visualizer

Με βάση τα ίδια στοιχεία, κοιτάζουμε την αύξηση στα 23 χρόνια από το 1990 ως το 2013, όπου η συνολική αύξηση σε προσφορά ξενοδοχειακών κλινών φτάνει το 82,56%. Στη Μακεδονία η αύξηση φτάνει το 149,81%, στις Κυκλάδες το 124,13%, στην Κρήτη το 118,63%, στα Ιόνια το 122,55% και στην Ηπειρο το 123,35%.

Από την οπτική γωνία του ΟΟΣΑ

Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι μόνο ελληνικό. Από συγκεντρωτική μελέτη του 2018 που έλαβε υπόψιν της 41 περιοχικές αναλύσεις και την οποία επικαλείται ο ΟΟΣΑ σε σχετική του έκθεση προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως οι παράκτιες περιοχές, τα νησιά και οι περιοχές μακριά από τα αστικά κέντρα είναι εκείνες που είναι πιο εκτεθειμένες στους κινδύνους του υπερτουρισμού και στις παρενέργειές του.

Πηγή: Dimitris Kiriakakis, Unsplash

«Με τις διεθνείς αφίξεις να είναι πιθανό να ξεπεράσουν το 2030 την εκτίμηση για 1,8 δισ. κινήσεις και τις αφίξεις εσωτερικού να είναι ίσως τέσσερις φορές μεγαλύτερες από αυτό τον αριθμό, η ανάγκη για μια μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς αποκλεισμούς, με χαμηλούς ρύπους και αποτελεσματική χρήση των πόρων είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ.  Είναι ανάγκη να επανεξεταστεί το πλαίσιο πολιτικών που υποστηρίζουν την τουριστική ανάπτυξη και να απομακρυνθεί από ένα μοντέλο που συχνά θεωρεί ως βασική προτεραιότητα την αύξηση του αριθμού των επισκεπτών…» σημειώνει ο ΟΟΣΑ.

Η νέα γενιά του ελληνικού τουρισμού

Με αυτά τα δεδομένα ζητήσαμε από το «νέο αίμα» του τουριστικού επιχειρείν την άποψή τους σχετικά με τον αντίκτυπο του τουρισμού στο φυσικό περιβάλλον και, κυρίως, για το αν η Ελλάδα είναι σε θέση να προσαρμόσει το τουριστικό της προϊόν με τρόπο που να είναι βιώσιμος περιβαλλοντικά αλλά και οικονομικά.

«Μακροπρόθεσμα σίγουρα πρέπει να στοχεύσουμε στην ποιότητα έναντι της ποσότητας, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι η αλλαγή μπορεί να γίνει από τη μία χρονιά στην επόμενη» σημειώνει ο Στέφανος Βασδέκης, συνιδρυτής της TravelMyth. «Πιο ρεαλιστικό είναι βραχυπρόθεσμα να προσπαθήσουμε οι υποδομές που απευθύνονται στο μαζικό τουρισμό να αναβαθμιστούν ενεργειακά και να υιοθετήσουν πρακτικές πιο φιλικές στο περιβάλλον, καθώς και να ενθαρρύνουν περισσότερο τη σύνδεση των επισκεπτών με την τοπική κουλτούρα και τις τοπικές αγορές. Βέβαια, ό,τι και να κάνουμε μετά που θα φτάσει ο επισκέπτης στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να περιορίσουμε τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των αερομεταφορών που είναι και οι σοβαρότερες. Δυστυχώς, η γεωγραφική μας θέση που είναι μακριά από τις κύριες αγορές μας, δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια για να προωθήσουμε εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης, αλλά μπορούμε να συμβάλουμε στην ευαισθητοποίηση των ταξιδιωτών, ώστε για παράδειγμα να αρχίσουν να επιλέγουν να κάνουν λιγότερα ταξίδια με μεγαλύτερη διάρκεια το καθένα».

Η Δώρα Παυλίδου, συνιδρυτής του GuestLikeLocal επισημαίνει πως «η οικονομία του τουρισμού στην Ελλάδα αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς μέχρι το 2019 και αναπόφευκτα μπήκαν στην αγορά και πολλοί νέοι επιχειρηματίες χωρίς ιδιαίτερη γνώση του αντικειμένου και κυρίως χωρίς ιδιαίτερη αξία και στο παρεχόμενο τουριστικό  προϊόν και στις ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας» και υπογραμμίζει τον ρόλο της κατάρτισης αλλά και του ιδιωτικού τομέα. «Χρειάζεται προσπάθεια στον εκπαιδευτικό τομέα και μεγάλες πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα για την μετεξέλιξη του τουριστικού μοντέλου σε βιώσιμη μορφή. Προσπάθεια που θα έχει στο επίκεντρο σημαντικά οφέλη στην τοπική οικονομία, πέρα από τον τουρισμό».

«Βλέποντας τεράστια αύξηση σε επισκέπτες τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα καλείται να υιοθετήσει βιώσιμες πρακτικές στον τομέα του τουρισμού περισσότερο από ποτέ», σχολιάζει από την πλευρά της η Δάφνη Τσεβρένη, οικονομική διευθύντρια της ClioMuseTours . «Ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι να επεκτείνει την τουριστική της περίοδο, να προωθήσει και τους λιγότερο γνωστούς προορισμούς και την ηπειρωτική χώρα καθώς και να διαφοροποιήσει το τουριστικό της προϊόν πέρα από το παραδοσιακό “ήλιος και θάλασσα” μοτίβο που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ευτυχώς, ωστόσο, κάποιες από αυτές τις πρατικές υιοθετούνται ήδη από όλο και περισσότερες νεοσύστατες εταιρείες που λειτουργούν στο χώρο του τουρισμού. Ως Clio Muse Tours έχουμε δει ότι οι πρακτικές που έχουμε υιοθετήσει για βιώσιμο τουρισμό έχουν βραβευτεί τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα και πλέον αρκετοί οργανισμοί μας επιλέγουν λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου που έχουμε αναπτύξει. Οι ξεναγήσεις μας έχουν μεγάλη ανταπόκριση γιατί συνδυάζουν γνωστά αξιοθέατα με λιγότερο γνωστές γειτονιές. Αυτό αποδεικνύει ότι η βιομηχανία του τουρισμού πλέον όχι μόνο αναζητά βιώσιμες πρακτικές αλλά και είναι έτοιμη να τις υλοποιήσει».

Στο ερώτημά μας για το αν είναι δυνατή η προσαρμογή του ελληνικού τουριστικού προϊόντος κατηγορηματικός είναι ο Βασίλης Ζησιμόπουλος, διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής του Costa Nostrum. «Απαντώντας μονολεκτικά, ΝΑΙ και χωρίς να αυξήσεις το τελικό κόστος του τουριστικού προϊόντος. Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη δεν προϋποθέτει και δεν απαιτεί ότι ο τουρισμός θα γίνει ένα “σπορ” για λίγους, προϋποθέτει και απαιτεί όμως σίγουρα, να σεβαστούμε αυτό που έχουμε κληρονομήσει και να το διατηρήσουμε, το περιβάλλον (φυσικό και τεχνητό). Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι τελικά, πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί; Δηλαδή, πώς συνυπάρχει η τουριστική ανάπτυξη και η διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος; Αν και αυτό ίσως απαιτεί ανάλυση πολλών σελίδων, ίσως όμως να μπορεί και να περιγράφει σε μια πρόταση: Τη διαρκή εκπαίδευση όλων των φορέων και στελεχών που ασχολούνται με τον τουριστικό κλάδο, για τους τρόπους και τις τεχνικές που η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει την βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη προστατεύοντας και διατηρώντας το περιβάλλον (φυσικό και τεχνητό), ώστε να καταφέρουμε να γίνουμε συνώνυμο και παράδειγμα βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης. Το περιβάλλον το έχουμε, η εκπαίδευση μας λείπει».