Η σημασία των επενδύσεων σε υποβρύχια καλώδια και data centers και η Ελλάδα που μοιάζει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο περιφερειακό επίπεδο της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου.

Τα δεδομένα (ή data αν προτιμάτε τον αγγλικό όρο) εξελίσσονται στο «πετρέλαιο» της ψηφιακής εποχής και στη σύγχρονη οικονομία η αξιοποίηση των δεδομένων είναι το κλειδί για την ανάπτυξη σχεδόν κάθε κλάδου. Οι εκφράσεις «data is the new oil» και «data economy» είναι από αυτές που συναντάμε όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, καθώς η παραγωγή των δεδομένων συνεχίζεται να αυξάνεται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Ανάλογα ενισχύεται η ανάγκη για ταχύτερη διακίνηση, αλλά και αξιοποίηση αυτών. Και εκεί είναι που αρχίζει να ενισχύεται το ενδιαφέρον για τα καλώδια οπτικών ινών που θα μεταφέρουν αυτά τα δεδομένα, όπως και για τα κέντρα δεδομένων (data centers) όπου θα μπορούν να αποθηκεύονται, αλλά και να αξιοποιούνται. Με δεδομένο ότι πάνω από τα δύο τρίτα του πλανήτη είναι θάλασσα είναι μάλλον αναμενόμενο να αυξάνεται και η σημασία, αλλά και ο ορισμός των υποβρύχιων καλωδίων οπτικών ινών.

Αυτή τη στιγμή, ο αριθμός των χρηστών του Διαδικτύου ξεπερνά τα 5 δισ. παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει ότι 2 στους 3 κατοίκους αυτού του πλανήτη έχει πρόσβαση στο Internet, παράγει και διακινεί δεδομένα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2020 η παγκόσμια κίνηση δεδομένων ξεπέρασε τα 3 zettabytes (ή αν προτιμάτε 3 τρισ. GB). Όμως, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως η διακίνηση δεδομένων αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά, η αντίστοιχη εκτίμηση για το 2022 φέρνει την κίνηση δεδομένων στα επίπεδα των 4,8 zettabytes! Η αύξηση είναι της τάξεως σχεδόν του 50% μέσα σε μόλις δύο χρόνια και είναι προφανές ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Όπως αυξάνεται και η ανάγκη για καλώδια μεγαλύτερης χωρητικότητας προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις που έχουν αρχίσει να δημιουργούνται, ιδίως από την πλευρά των over the top (ΟΤΤ) «παικτών» όπως είναι η Google, η Microsoft και η Meta (Facebook), αλλά και των υπηρεσιών streaming, όπως είναι το Netflix. Το γεγονός ότι Google και Meta έχουν εισέλθει δυναμικά στο «παιχνίδι» των επενδύσεων σε μεγάλα, υποβρύχια καλώδια οπτικών ινών δεν είναι καθόλου τυχαίο. «Εταιρείες όπως η Google και η Meta είναι από αυτές που δαπανούν τα περισσότερα χρήματα για να έχουν διεθνή χωρητικότητα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι είναι πιο συμφέρον για αυτές να συμμετέχουν σε κοινοπραξίες με τηλεπικοινωνιακούς παρόχους για την κατασκευή καλωδίων» αναφέρει στο 2045.gr ο Πέτρος Μαυροειδής, αντιπρόεδρος για την Αμερική και την Ευρώπη στην PCCWGlobal, έναν από τους μεγαλύτερους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους διεθνών κυκλωμάτων παγκοσμίως.

Η εξέλιξη των υποβρυχίων καλωδίων

Μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’90 τον έλεγχο των διεθνών και δη των υπερπόντιων τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων την είχαν μεγάλοι -αλλά ταυτόχρονα και τοπικού βεληνεκούς- τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι. Εκείνη την περίοδο αυτή η τάση άρχισε να αλλάζει και το πρώτο σημαντικό διεθνές τηλεπικοινωνιακό καλώδιο ήταν αυτό που δημιούργησε η Flag Telecom. Το FLAG Europe Asia (FEA) είναι ένα υποβρύχιο καλώδιο συνολικού μήκους 28.000 χιλιομέτρων που συνδέει 18 χώρες και περιοχές στην Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη και το οποίο ξεκίνησε την εμπορική λειτουργία του το 1997.

Χάρτης του καλωδίου FLAG Europe Asia, μήκους 28.000 χιλιομέτρων.

Η δεύτερη σημαντική αλλαγή που σημειώθηκε τα τελευταία 20 χρόνια ήταν ότι η κυριαρχία του πρωτοκόλλου IP (Internet Protocol). Στις αρχές του 21ου αιώνα, το μεγαλύτερο κομμάτι της διακίνησης περιεχομένου και δεδομένων γινόταν μέσω των δορυφόρων καθώς είχαμε να κάνουμε κυρίως με αναλογικό περιεχόμενο. Πλέον, όμως, η ανάγκη για διακίνηση αφορά περιεχόμενο σε ψηφιακή μορφή και εκεί το ΙΡ έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα. Οπότε, οι εμπλεκόμενοι «παίκτες» προτιμούν τα καλώδια οπτικών ινών.

Η τρίτη σημαντική αλλαγή των τελευταίων ετών είναι η αύξηση της χωρητικότητας των καλωδίων. Από τη στιγμή που πλέον είναι εφικτό να ρίξεις πολλαπλά ζεύγη οπτικών ινών μέσα από το ίδιο καλώδιο, η χωρητικότητα των καλωδίων μπορεί να φθάσει σε τεράστια επίπεδα και να είναι αρκετή για να καλύψει τις υπάρχουσες και μελλοντικές ανάγκες. Ιδίως από τη στιγμή που η «αντοχή» των νέων καλωδιακών δικτύων φθάνει στα 35 χρόνια. Είναι προφανές ότι τα καλώδια που αναπτύσσονται σήμερα αφορούν ένα πολύ πιο μακρινό μέλλον από αυτό που πιστεύουν κάποιοι.

Υποβρύχια vs επίγεια καλώδια

Μία ερώτηση που προκύπτει είναι γιατί προτιμάται η θάλασσα έναντι της ξηράς όσον αφορά την ανάπτυξη καλωδίων οπτικών ινών. Ιδίως, από τη στιγμή που, όπως αναφέρουν οι εμπειρογνώμονες το κόστος για τα επίγεια καλώδια κινείται στα επίπεδα των 15 ευρώ το μέτρο, όταν για τα υποβρύχια μπορεί να φθάνει ακόμη και στα 50 ευρώ! Παρ’ όλα αυτά, το 90% της παγκόσμιας τηλεπικοινωνιακής κίνησης πραγματοποιείται μέσω των υποβρυχίων καλωδίων οπτικών ινών.

Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι έχουν ποντιστεί περισσότερα από 430 καλώδια, συνολικού μήκους 1,3 εκατομμυρίων χιλιομέτρων (Πηγή φωτογραφίας: Telegeography).

Η διαφορά είναι κυρίως πρακτική. Για να κατασκευαστεί ένα επίγειο καλώδιο που θα περνά μέσα από διάφορες χώρες, τα προβλήματα είναι τόσα που σε πολλές περιπτώσεις κάνουν την επένδυση αδύνατη. Ένα απλό παράδειγμα είναι για να κατασκευαστεί ένα καλώδιο που θα συνέδεε την νοτιοανατολική Ασία με την Ευρώπη θα έπρεπε να περάσει μέσα από εμπόλεμες ζώνες (π.χ. Αφγανιστάν και Μέση Ανατολή) ή από χώρες με πολιτική αστάθεια. Οπότε, ο δρόμος της θάλασσας έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα.

Η γεωγραφική σημασία της Ελλάδας

Οι επενδύσεις σε υποβρύχια καλώδια οπτικών ινών έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο στην Ελλάδα μόλις τους τελευταίους μήνες θα έλεγε κανείς ότι αρχίσαμε να ασχολούμαστε με το συγκεκριμένο θέμα. Όπως πάντως σημειώνει ο Γιώργος Ψυρρής, επικεφαλής της Grid Telecom, θυγατρικής του ΑΔΜΗΕ, «το ενδιαφέρον για υποθαλάσσια καλώδια δεν είναι ξαφνικό, καθώς από τη Μεσόγειο σήμερα διέρχεται μεγάλος αριθμός καλωδίων οπτικών ινών, τα περισσότερα εκ των οποίων καταλήγουν στη Μασσαλία. Η Ελλάδα μέχρι στιγμής δεν ήταν μία φιλόξενη χώρα για να υποδεχθεί μεγάλο αριθμό διεθνών καλωδιακών συστημάτων, αλλά τα τελευταία χρόνια με την αλλαγή ψηφιακής πολιτικής το  τοπίο έχει αλλάξει και η Ελλάδα είναι έτοιμη να υποδεχθεί τέτοιου είδους επενδύσεις».

Το κλειδί δεν είναι άλλο από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας. «Η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή ηπειρωτική χώρα που συναντούν τα καλωδιακά συστήματα που έρχονται από τη Μέση Ανατολή» επισημαίνει ο κ. Ψυρρής. Επιπλέον, όπως εξηγεί ο κ. Μαυροειδής, αυτή τη στιγμή παρατηρείται ένα είδος «μποτιλιαρίσματος» στην Αίγυπτο και στη Μασσαλία, οπότε είναι απαραίτητο να βρεθούν νέες οδεύσεις, ειδικά προς την ανατολική Ευρώπη.

Πρακτικά, η Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η «πύλη» για την νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι μεγαλύτεροι Ευρωπαϊκοί κόμβοι διακίνησης δεδομένων είναι η Φρανκφούρτη, το Άμστερνταμ, το Παρίσι, το Λονδίνο και το Μιλάνο. «Έχουμε μία μοναδική ευκαιρία να αποτελέσουμε αυτού του είδους πύλη σε μία περίοδο όπου οι κόμβοι διακίνησης δεδομένων αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία» αναφέρει από την πλευρά του, ο Γιώργος Νώλης, διευθύνων σύμβουλος της Lancom, η οποία είναι από τις πλέον δραστήριες εταιρείες στο χώρο της δημιουργίας data centers στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει έναν εναλλακτικό δρόμο για την προσέγγιση των μεγάλων ευρωπαϊκών κόμβων, αλλά και ένα σύντομο δρόμο για την εξυπηρέτηση κόμβων μικρότερης εμβέλειας σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης» σπεύδει να προσθέσει ο κ. Ψυρρής.

“Η Κρήτη αποτελεί κλειδί στην εξέλιξη της Ελλάδας σε κόμβο διακίνησης δεδομένων”

Το κλειδί είναι βέβαια να έρθουν αρκετά καλώδια στην Ελλάδα. «Όσα περισσότερα καλώδια έρχονται στην Ελλάδα, τόσο αναβαθμίζεται ο ρόλος της ως κόμβος» επισημαίνει ο κ. Μαυροειδής. Και η πραγματικότητα είναι πως το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί και ήδη έχουν υπάρξει αρκετές ανακοινώσεις, όπως μπορεί να δει κανείς και στην σχετική ιστοσελίδα το εξειδικευμένου site Telegeography. Χαρακτηριστικά, το σύστημα καλωδίων Blue και Raman, που υλοποιεί μία κοινοπραξία όπου συμμετέχουν η Google και η Sparkle και θα φέρνει κίνηση από την Μέση Ανατολή και την Ασία στην Ευρώπη, πρόκειται να προσαιγιαλωθεί στην περιοχή των Χανίων.

Η Κρήτη μοιάζει να αποτελεί κλειδί στην όλη προσπάθεια εξέλιξης της Ελλάδας σε κόμβο διακίνησης δεδομένων. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιδιαίτερα δραστήρια σε αυτόν τον τομέα Grid Telecom έχει ανακοινώσει την κατασκευή νέου καλωδιακού σταθμού προσαιγιάλωσης οπτικών ινών (Cable Landing Station – CLS) στη νότια πλευρά της Κρήτης. Ο νέος καλωδιακός σταθμός θα λειτουργεί ως σημείο υποδοχής διεθνών υποθαλάσσιων καλωδιακών συστημάτων οπτικών ινών που αναπτύσσονται στην ανατολική Μεσόγειο, συνδέοντας την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων με πολλαπλούς προορισμούς προς την Ευρώπη και την Ασία. Η Grid Telecom έχει προχωρήσει ήδη σε συμφωνία με την Telecom Egypt για νέα διασύνδεση Ελλάδας και Αιγύπτου μέσω διακλάδωσης υποβρύχιου τηλεπικοινωνιακού καλωδίου, που ποντίζεται αυτή την περίοδο στη νοτιανατολική Μεσόγειο, με σημείο προσαιγιάλωσης την Κρήτη. Όπως, επίσης, και σε συμφωνία με την Cinturion για την προσαιγιάλωση του υποθαλάσσιου καλωδιακού συστήματος TEAS στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, στην Κρήτη ξεκινούν τις εργασίες για τη δημιουργία data centers τόσο η Digital Realty, ένας από τους μεγαλύτερους «παίκτες» παγκοσμίως στο χώρο των κέντρων δεδομένων, μέσω της θυγατρικής της Lamda Hellix, όσο και η Lancom.

Στις παραπάνω κινήσεις θα πρέπει να προστεθούν και οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι υπάρχουν και άλλα καλώδια που είναι πολύ πιθανό να προσεγγίσουν τη νότια Κρήτη, όπως το 2A Africa που υλοποιεί η Meta (Facebook), αλλά και το India Europe Express (ΙΕΧ). Και υπάρχει και το East Med, το υποβρύχιο καλώδιο που έχει ανακοινώσει μία κοινοπραξία στην οποία μετέχουν η ΔΕΗ και η Saudi Telecom και το οποίο θα ξεκινά από την ανατολική Ασία και θα φθάνει στη δυτική Ευρώπη περνώντας, φυσικά, και από την Ελλάδα.

Επίσης, ενδιαφέρον υπάρχει και για την προσέγγιση καλωδίων από την Ιταλία προς τη δυτική Ελλάδα. Το πρώτο δείγμα ήταν η Islalink που υλοποιεί δίκτυο που ενώνει την Ιταλία με την Πρέβεζα (Ionian), ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει ενδιαφέρον για την υλοποίηση ενός καλωδίου, που θα ξεκινά από τη Γερμανία και θα φθάνει μέχρι την Αττική διασχίζοντας και αυτό το Ιόνιο Πέλαγος.

Η σημασία των data centers

Προφανώς, το ενδιαφέρον για τα καλώδια συνδυάζεται και με τις επενδύσεις σε data centers που έχουν ανακοινωθεί την τελευταία διετία. «Είναι σημαντικό που η χώρα μας έχει αλλάξει την εικόνα που είχε μέχρι τώρα, δείχνοντας αποξενωμένη. Τώρα η μία έκπληξη ακολουθεί την άλλη» αναφέρει ο κ. Νώλης, ο οποίος περιμένει να δούμε αρκετές ακόμη ανακοινώσεις από μεγάλους «παίκτες» πέραν των ήδη γνωστών από Microsoft, Amazon Web Services (AWS) και Google . Και οι πληροφορίες κάνουν λόγο για εταιρείες όπως είναι η Equinix με πλάνα για δημιουργία πολύ μεγάλων data centers.

“Τα data centers χρειάζονται τα καλώδια οπτικών ινών και το αντίστροφο”

Γιώργος Νώλης, Lancom

«Λόγω των αλλαγών στην τεχνολογία, υπάρχει πλέον ανάγκη για μικρότερη γεωγραφική διασπορά των data centers. Οι εταιρείες που κινούνται στο χώρο των OΤT υπηρεσιών θέλουν να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται στον τελικό χρήστη προκειμένου να προσφέρουν υπηρεσίες που απαιτούν χαμηλό latency, όπως είναι το VR και τα αυτοκινούμενα οχήματα» σημειώνει ο κ. Μαυροειδής. «Γι’ αυτό το λόγο και θα δείτε πολλά μικρότερα data centers στην περιφέρεια» σπεύδει να προσθέσει ο κ. Ψυρρής.

«Ουσιαστικά, τα data centers χρειάζονται τα καλώδια οπτικών ινών και το αντίστροφο. Γι’ αυτό και βλέπετε το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε αυτούς τους δύο τομείς να αυξάνεται την ίδια περίοδο» τονίζει ο κ. Νώλης.

Τι θα δούμε στο μέλλον

Σύμφωνα με τους παρατηρητές της αγοράς, τα οφέλη από τις επενδύσεις που γίνονται είναι αρκετά. Καταρχάς, σε επίπεδο ενίσχυσης της οικονομίας καθώς βοηθά στην προσέλκυση επενδύσεων από εταιρείες που χρειάζεται να έχουν πρόσβαση σε εξαιρετικά γρήγορες τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Και σε δεύτερο επίπεδο, υπάρχει η ενίσχυση της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας. Από τη στιγμή, που τα data αποτελούν το νέο «πετρέλαιο» είναι προφανές ότι η σημασία των περιοχών από τους περνούν οι αντίστοιχοι «αγωγοί» ενισχύεται.

Όσον αφορά στο μέλλον, η τάση θα συνεχιστεί πολύ απλά γιατί κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά πόσο θα αυξηθεί ο όγκος των δεδομένων που θα χρειάζεται να μεταφέρονται από τη μία περιοχή του πλανήτη στην άλλη. Και ταυτόχρονα, θα γίνεται όλο και πιο απαραίτητο να υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές όσον αφορά στην όδευση αυτών των δεδομένων. Όπερ σημαίνει, περισσότερα καλώδια διακίνησης δεδομένων μεταξύ χωρών και περιοχών.