Σχεδόν κάθε πρακτική ψυχικής ευεξίας που γνωρίζουμε σήμερα μεταφέρθηκε στο δυτικό κοινό από το κίνημα των χίπις και της αντικουλτούρας της δεκαετίας 60-70. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι πρακτικές περνούν με ταχύτατους ρυθμούς και στον ψηφιακό κόσμο.

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας των 80s η γνωστή ηθοποιός Τζέιν Φόντα αφύπνισε το αμερικανικό κοινό (και όχι μόνο), φέρνοντας στην pop κουλτούρα της εποχής την ανάγκη της προσοχής το σώμα μας. Η σειρά VHS κασετών των μαθημάτων αερόμπικ, με την ίδια να φοράει τις χαρακτηριστικές γκέτες, έκαναν μια ανεπανάληπτη επιτυχία, πουλώντας στο διάστημα 1982-1985 περισσότερα από 17 εκατομμύρια αντίτυπα, αποτελώντας την πιο δημοφιλή βιντεοκασέτα της εποχής εκείνης.

Από τότε και μέχρι σήμερα, 40 χρόνια μετά, η ευεξία έχει επιστρέψει για τα καλά στην συνείδηση του κόσμου, αποκτώντας ένα ευρύτερο νόημα. Αν η Τζέιν Φόντα έφερε στην pop κουλτούρα την προσοχή στο σώμα, άλλες εξίσου δυνατές προσωπικότητες (π.χ. Όπρα Γουίνφρι) και παλαιότερα ρεύματα που έγιναν σταδιακά mainstream έφεραν στο προσκήνιο το πνεύμα, την προσωπική ηρεμία και την ψυχική υγεία.

Wellbeing, Wellness, Mindfullness αποτελούν τις νέες (ίσως περίεργες για κάποιους) έννοιες που έχουν μπει στην καθημερινότητα πολλών από εμάς. Πολύ περισσότερο από την πανδημία και έπειτα, περίοδος που σήμανε και τη μαζική στροφή στην online εκδοχή τους. Συνεδρίες με ειδικούς ψυχικής υγείας μέσω υπολογιστή, ομαδικά zoom calls διαλογισμού, γιόγκα, αντίστοιχες εφαρμογές για smartphones και tablets αποτέλεσαν το καθημερινό «καταφύγιο» πλήθος κόσμου με σκοπό την καλή ψυχική, σωματική και πνευματική κατάσταση και τη διαφυγή από τις στρεσογόνες καταστάσεις της πανδημίας.

Πριν δούμε πως εξελίσσεται ο συγκεκριμένος χώρος, ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη επεξήγηση των εννοιών που συναντάμε συχνά-πυκνά. Με τον όρο “wellbeing” νοείται η καλή ψυχο-σωματική υγεία, η αίσθηση ικανοποίησης, η ευημερία και η αίσθηση της ευτυχίας.

Το «Wellness» περιλαμβάνει την ευεξία που νιώθει κάποιος σε σώμα, ψυχή και πνεύμα, αποτέλεσμα της σχέσης επιλογών και αναγκών, ενώ ο όρος «mindfulness» είναι  λίγο πιο σύνθετος: η «ενσυνειδητότητα» είναι η πρακτική που έχει ως στόχο την εξάσκηση της προσοχής του ατόμου στην παρούσα κατάσταση. Στο «εδώ και τώρα» για την εσωτερική ηρεμία, τη βελτίωση των σχέσεων, καθώς μέσα από τη συγκεκριμένη πρακτική το άτομο μαθαίνει ευκολότερα να αποδέχεται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.

Αν τα παραπάνω μοιάζουν περιορισμένου ενδιαφέροντος τα νούμερα περιγράφουν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Η έρευνα της McKinsey (δημοσιεύτηκε μόλις τον προηγούμενο Απρίλιο) ανεβάζει το μέγεθος της συγκεκριμένης αγοράς στα επίπεδα των 1,5 τρισ. δολαρίων, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5-10%. Άλλη έρευνα, αυτή την φορά από το Global Wellness Institute, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά το μέγεθος της wellness αγοράς στα επίπεδα των 4,5 τρισ. δολαρίων, συμπεριλαμβάνοντας κλάδους, όπως wearables, wellness εφαρμογές, εφαρμογές διαλογισμού, προϊόντα ομορφιάς και ευεξίας κ.α. Επιστρέφοντας σε εκείνη της McKinsey, ποσοστό 79% από τους 7.500 ερωτώμενους απάντησαν ότι η προσωπική τους ευεξία είναι σημαντική και το 42% ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητές τους.

Η (σύγχρονη) εργασία δεν φέρνει την ευτυχία

Είναι κοινή παραδοχή ότι η διαχείριση της καθημερινότητα για τους σύγχρονους εργαζόμενους έχει γίνει πιο δύσκολη τα τελευταία χρόνια. Η τεράστια και συνεχής έκθεση σε πληροφορία, οι πολλές και (κάποιες φορές) διαφορετικές απαιτήσεις έχουν ως αποτέλεσμα συμπτώματα άγχους, λάθη, που με τη σειρά τους μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα τόσο στους ίδιους όσο και στις εταιρείες. Το στρες, το άγχος για την εργασία, φαινόμενα εξουθένωσης, έχουν αυξηθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, σε όλο τον κόσμο. Το Μάιο του 2019 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνώρισε το «burnout» ως φαινόμενο που συνδέεται άρρηκτα με την εργασία και το χρόνιο στρες στο συγκεκριμένο πεδίο.

Γεγονός που αναγνωρίστηκε και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Από τις πρώτες που ανταποκρίθηκαν στα νέα ζητούμενα ήταν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες εφαρμόζουν την τελευταία δεκαετία αρκετά προγράμματα wellness για την ψυχική αποσυμφόρηση των υπαλλήλων τους. Πλέον, σύμφωνα με έρευνα της PwC, τουλάχιστον το 79% των εργοδοτών στις ΗΠΑ προσφέρουν κάποιο πρόγραμμα wellness, αφού έχουν διαπιστώσει ότι η συμμετοχή των υπαλλήλων σε αυτά όχι μόνο τους κάνει πιο παραγωγικούς, αλλά έχει πολλαπλά οφέλη στις ίδιες και τα άτομα.

Εκτός όμως από τις εταιρείες, παρόμοιες διαπιστώσεις έκανε πρόσφατα και το πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Η δική του έρευνα έδειξε ότι μετά από μόλις τρεισήμισι ώρες πρακτική στο διαλογισμό, το άτομο τείνει να αντιδρά λιγότερο σε συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες, ενώ άλλες έρευνες δείχνουν ότι ο διαλογισμός βελτιώνει τη μνήμη εργασίας και την εκτελεστική λειτουργία. Επίσης αρκετές μελέτες που έχουν γίνει σε άτομα που κάνουν πολλά χρόνια διαλογισμό δείχνουν αυξημένη ικανότητα συγκέντρωσης σε ταχέως μεταβαλλόμενα ερεθίσματα. Από την άλλη πλευρά η μελέτη του Χάρβαρντ στέκεται στα οικονομικά οφέλη, με το συμπέρασμα να δείχνει ότι για κάθε 1 δολάριο που δαπανάται στην ευεξία των εργαζομένων, το ιατρικό/ασφαλιστικό κόστος μειώνεται κατά 3,27 δολάρια.

Μετά τους εργαζόμενους, μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στράφηκαν στο γενικό κοινό με στόχο την ευαισθητοποίηση πάνω σε αυτές τις πρακτικές. Εταιρείες, όπως το Facebook, η Google και η Apple έχουν προσθέσει πλέον στις πλατφόρμες τους (στα smartphones κυρίως) στατιστικά χρήσης της συσκευής με σκοπό να κάνουν τον χρήστη να καταλάβει πόσο χρόνο περνάει μπροστά από την οθόνη του, σε ποιες εφαρμογές και να θέσει από μόνος του περιορισμούς με βάση το πρόγραμμα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες ψυχικής και σωματικής υγείας.

Η στροφή στο ψηφιακό περιβάλλον

Μάρτιος 2020. Μία-μία οι χώρες σε όλο τον κόσμο εφαρμόζουν μέτρα προστασίας του πληθυσμού από την πανδημία. Ο κόσμος περιορίζεται σε εσωτερικούς χώρους, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι είναι μία πρωτόγνωρη συνθήκη και όπως συνέβη με πολλές άλλες εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας (εργασία, επικοινωνία κ.λπ.) το wellness μετατοπίζεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στο διαδίκτυο.  

Οι έτσι κι αλλιώς θολές γραμμές μεταξύ εργασίας και προσωπικού χρόνου θόλωσαν ακόμα περισσότερο. Πριν από την πανδημία, μία «φυσιολογική» μέρα στην δουλειά, ήταν γεμάτη από φυσικές παύσεις, όπως η μετακίνηση, οι βόλτες, οι συζητήσεις στους διαδρόμους, ένα διάλειμμα για καφέ. Ο περιορισμός σε ένα χώρο είχε ως αποτέλεσμα για πλήθος εργαζομένων ένα work overload, χωρίς παύσεις, χωρίς ακόμα και ένα μικρό διάλειμμα. Μια κατάσταση (που σε συνδυασμό με το φόβο για την πανδημία) δημιούργησε έντονη δυσφορία στους εργαζομένους και δυσκολία προσαρμογής στη νέα κανονικότητα.

Αναπόφευκτα, λόγω των περιορισμών, το κοινό στράφηκε στο Internet αναζητώντας μια διέξοδο και λύσεις. Παράλληλα με τις μεγαλύτερες παροχές υποστήριξης των επιχειρήσεων (είδαμε για παράδειγμα πρωτοβουλίες επιδομάτων για εξοπλισμό γραφείου στο σπίτι, δωρεάν φροντίδα παιδιών, δωρεάν φροντίδα κατοικίδιων ζώων κ.α.) οι εργαζόμενοι αναζήτησαν online μαθήματα γιόγκα, apps διαλογισμού κ.α. Πολλές φορές επιδοτούμενα και αυτά από τις εταιρείες στις οποίες εργάζονταν, με τις σχετικές έρευνες να δείχνουν ότι ο μέσος προϋπολογισμός των αμερικανικών επιχειρήσεων για προγράμματα ευημερίας το 2020 αυξήθηκε έως και 40% (σε σύγκριση με το 2019).

Εφαρμογές Mindfulness, όπως είναι το Calm, το Headspace, το Fabulous, το Rootd, το Balance και το Liberate, σημείωσαν ραγδαία άνοδο από το περασμένο έτος, καθώς τις κατέβασαν άνθρωποι που αναζητούσαν ανακούφιση από το συντριπτικό άγχος του ιού. Οι παραπάνω εφαρμογές είναι μόνο μερικά παραδείγματα αντίστοιχων apps που υπάρχουν διαθέσιμες online, με τον αριθμό τους να εκτιμάται σε αρκετές χιλιάδες (για το διάστημα 2015 – 2018 οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για περισσότερες από 2500 εφαρμογές με αντικείμενο την «πνευματική ηρεμία» του χρήστη). Ταυτόχρονα, στο πρώτο μισό του 2020 οι επενδύσεις κεφαλαίων σε tech startups ψυχικής υγείας, ξεπέρασαν το 1 δισ. δολάρια, όταν για ολόκληρο το 2019 οι αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις έφθασαν τα 750 εκατομμύρια.

Χαρακτηριστικά, η εφαρμογή Calm μέσα στο 2020 διπλασίασε τον αριθμό των ημερήσιων downloads στη διάρκεια του 2020, ξεπερνώντας στο σύνολο τα 100 εκατομμύρια, ενώ οι χρήστες που κατέβαλλαν το αντίτιμο για την ετήσια συνδρομή των 70 δολαρίων ξεπέρασαν  τα 4 εκατομμύρια. Παράλληλα, η εφαρμογή διπλασίασε τις εταιρικές της συνεργασίες στη διάρκεια της ίδιας χρονιάς, με την αποτίμησή της να ξεπερνάει πλέον τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Για να αποκτήσετε μια εικόνα, η εφαρμογή Calm περιλαμβάνει μια επιλογή από “καθημερινές πρακτικές ηρεμίας”, σύντομες ομιλίες για καθημερινά πράγματα, αποκλιμάκωση των συγκρούσεων και ασκήσεις αναπνοής.

Όμως, δεν ήταν μόνο η συγκεκριμένη εφαρμογή που σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η έκθεση της McKinsey κάνει λόγο ότι η στροφή στον ψηφιακό κόσμο για το wellness συμβαίνει με εξαιρετικά ταχύτατους ρυθμούς  (ρυθμούς δεκαετιών σε μερικές ημέρες) με την Κίνα και την Ιαπωνία να αποτελούν τις χώρες με τη μεγαλύτερη δαπάνη ανά καταναλωτή και την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία να ακολουθούν.

Και οι προοπτικές; Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Global Wellness Institute, η αγορά των wellness apps θα αγγίξει τα επίπεδα των 226 δισεκατομμυρίων δολαρίων (όταν το 2019 η αξία της εκτιμήθηκε στα 84 δισεκατομμύρια -σχεδόν 3x αύξηση). Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η πρόβλεψή του μόνο για τα apps διαλογισμού: μια αγορά που εκτιμάται ότι θα αγγίζει τα 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2027, όταν το 2018 ήταν μόλις στα 189 εκατομμύρια δολάρια.

Εκτιμήσεις και προοπτικές που κρύβουν και μια βαθιά ειρωνεία αν αναλογιστούμε ότι η συνεχής συνδεσιμότητα, το smartphone είναι κοινά αποδεκτό ότι δημιουργούν στρες, επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου και των κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγικότητα, ενώ έχουν συνδεθεί άμεσα με συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους.