Σύντομα, ίσως όσο οι περισσότεροι από εμάς θα είμαστε ακόμα εν ζωή, το σύνολο της βιβλιογραφικής παραγωγής θα ψηφιοποιηθεί. Η λογοτεχνία, η ποίηση και ό,τι γράφτηκε ποτέ σε κάποιο βιβλίο, θα μετατραπεί σε digital content. Τι θα σημάνει αυτό για συγγραφείς, εκδότες και αναγνώστες; Απαντούν, προβλέπουν και προβληματίζονται συγγραφείς, εκδότες και αναγνώστες. 

Σε μια από τις λιγοστές άστοχες προβλέψεις του, ο Αλμπέρ Καμύ είχε εκτιμήσει ότι οι άνθρωποι που θα ζουν στην αυγή του 21ου αιώνα θα αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους στο σεξ και στην ανάγνωση εφημερίδων. Έχοντας πλέον περπατήσει τις δύο πρώτες δεκαετίες της τρίτης χιλιετίας, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι το σεξ δεν συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες μας, ενώ είναι βέβαιο ότι οι εφημερίδες όπως τις ήξερε ο Καμύ βιώνουν την περίοδο της οριστικής παρακμής τους, έχοντας σε μεγάλο ποσοστό αντικατασταθεί από ψηφιακές εκδόσεις. 

Για το διάβασμα γενικά, οι συνήθειές μας μπορούν να συνοψιστούν σε έναν παράδοξο χρησμό:

“Διαβάζουμε πολύ – σίγουρα περισσότερο απ’ όσο διάβαζαν οι προηγούμενες γενιές. Σε… δεύτερη ανάγνωση, όμως, διαβάζουμε λίγο – αρκετά λιγότερο από τους μπαμπάδες ή τους παππούδες μας.” 

Φωτογραφία: Aaron Burden / Unsplash.com

Ο διεισδυτικός Καμύ του μέλλοντος θα μπορούσε να μας περιγράψει ως «αναγνώστες της εποχής της υπαρκτής παγκοσμιοποίησης του Ίντερνετ». Στηνόμαστε καθημερινά για ώρες μπροστά σε οθόνες διαφόρων μεγεθών και από τα μάτια μας περνάνε τεράστιοι όγκοι κειμένων, δεκάδες χιλιάδες λέξεις. Διαβάζουμε, όμως; Είναι η κατανάλωση ψηφιακού περιεχομένου μια πνευματική ή ψυχαγωγική δραστηριότητα αντάξια της ανάγνωσης ενός βιβλίου; Και τι γίνεται με το παραδοσιακό, τυπωμένο βιβλίο; Θα επιβιώσει ή θα γίνει η γενιά μας μάρτυρας του τέλους της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου; Και τι μας επιφυλάσσει μια ενδεχόμενη ολική μετάβαση στην ψηφιακή γραφή και ανάγνωση; 

Κάποτε αυτά τα ερωτήματα θα απασχολούσαν κυρίως τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης για όλους όσοι διαβάζουν, γράφουν, εκδίδουν ή εμπορεύονται βιβλία. Απευθυνθήκαμε σε κάποιους εξ αυτών και καταγράψαμε τις σκέψεις τους για την τωρινή, την επόμενη και (πιθανόν) όλες τις επόμενες εποχές του γραψίματος και του διαβάσματος. 

1.0 – Διαβάζοντας στην οθόνη 

Το πιο βασικό γνώρισμα που διαφοροποιεί την ανάγνωση κειμένων στο Ίντερνετ από την τελετουργία του ψυχαγωγικού διαβάσματος ή την οποιαδήποτε λογική μελέτης, είναι η αποσπασματικότητα. Σε μια τυπική αναγνωστική ρουτίνα μας στο κινητό ή στο λάπτοπ, μεταπηδάμε από το ένα κείμενο στο άλλο πατώντας ενεργά links, διακόπτουμε αυτό που διαβάζουμε για να γκουγκλάρουμε κάτι που μας έκανε εντύπωση και, γενικώς, πολύ σπάνια συγκεντρωνόμαστε για αρκετή ώρα σε κάτι συγκεκριμένο.

Όπως εξηγεί ο Δημήτρης Ζαχαράκης, Audience & Performance Manager της 24 Media, ενός από τους μεγαλύτερους digital publishers της χώρας μας, αυτό συμβαίνει γιατί στο Ίντερνετ διαβάζουμε ως επί το πλείστον πληροφορίες και ειδήσεις ή τετριμμένες φράσεις. Κουβέντες που κάποτε θα γίνονταν τηλεφωνικά, αλλά τώρα γράφονται σε πλατφόρμες επικοινωνίας και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σπανίως (ή και ποτέ) δεν αφιερώνουμε χρόνο σε μεγάλες αφηγήσεις, σχοινοτενείς περιγραφές και βραδύκαυστο storytelling. 

 «Ο μέσος χρόνος παραμονής μας σε ένα τυχαίο άρθρο που μας κέντρισε το ενδιαφέρον παραμένει χαμηλός, είναι περίπου ενάμισι λεπτό», αναλύει ο κ. Ζαχαράκης. «Γι’ αυτό και πλέον η επιδίωξη των publishers είναι το σερβίρισμα εμπλουτισμένου περιεχομένου. Προσπαθούμε να προσφέρουμε στον αναγνώστη ερεθίσματα που θα τον κάνουν να ασχοληθεί περισσότερο με το άρθρο. Η παρακολούθηση ενός ενσωματωμένου βίντεο πχ ή η ακρόαση ενός ηχητικού αρχείου μπορούν να υπερδιπλασιάσουν τον χρόνο παραμονής».

8 στις 10 φορές μπαίνουμε στο Internet από το κινητό μας τηλέφωνο.

Μερικά ακόμα στοιχεία για την αναγνωστική συμπεριφορά μας στο Ίντερνετ από τον κύριο Ζαχαράκη: «Ο μέσος χρήστης δεν θα διαβάσει ένα άρθρο από την αρχή μέχρι το τέλος του. Θα πάρει μόνο την πληροφορία που τον ενδιαφέρει – την απάντηση στον τίτλο αν είναι ερώτηση, τις κεφαλίδες, τα bold. Υπάρχουν φυσικά και οι πιο λεπτομερείς αναγνώστες, αλλά αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό, το οποίο είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Καθοριστικά για τη συμπεριφορά μας ως καταναλωτές ψηφιακού περιεχομένου είναι δύο στοιχεία: Το γεγονός ότι σχεδόν οκτώ στις δέκα φορές που μπαίνουμε στο Ίντερνετ το κάνουμε από κάποια φορητή συσκευή (συνήθως το smartphone μας) και η διαπίστωση ότι ένα πολύ μεγάλο μερίδιο των χρηστών καταναλώνει περιεχόμενο κατά βάση μέσα από τα social media». 

Σύμφωνα με τα analytics που μελετά ο Δημήτρης Ζαχαράκης, μόλις ο ένας ή οι δύο στους δέκα χρήστες που διαμοιράζονται, σχολιάζουν ή αντιδρούν σε ένα άρθρο στο Facebook μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν το άρθρο αυτό καθαυτό: «Οι περισσότεροι στέκονται στον τίτλο και στην ατάκα που συνοδεύει την ανάρτηση. Παίρνουν ίσως και την πληροφορία που τους ενδιαφέρει, αλλά δεν διαβάζουν. Αναλίσκονται σ’ αυτήν την μικροκατανάλωση του περιεχομένου μόνο και μόνο για να εκφράσουν τη συμφωνία ή τη διαφωνία τους».

Η Κατερίνα Μαλακατέ είναι συγγραφέας, συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Booktalks στο Παλαιό Φάληρο και διαχειρίστρια της σελίδας Διαβάζοντας, που αντιπροσωπεύει μια από τις μεγαλύτερες αναγνωστικές κοινότητες στο Facebook, με περισσότερα από 120.000 μέλη. Οι διαφορετικές αυτές ιδιότητες μοιάζουν να γεφυρώνουν ιδανικά τον κόσμο του τυπωμένου βιβλίου με τον αχανή πλανήτη της ανάγνωσης στο Ίντερνετ, αν και η ίδια διαφωνεί ριζικά με την ιδέα της «γέφυρας». Κατά τη γνώμη της, αυτοί είναι δύο κόσμοι που έτσι κι αλλιώς συνδέονται και αλληλεπιδρούν. 

«Το Ίντερνετ σίγουρα δεν βοηθάει έναν φανατικό αναγνώστη να συγκεντρωθεί. Όταν, για παράδειγμα, διαβάζεις ένα βιβλίο και χτυπήσει μια ειδοποίηση, πιθανότατα θα δεις περί τίνος πρόκειται και θα κολλήσεις στο κινητό σου για ένα τέταρτο. Είναι ένας διαρκής περισπασμός. Παράλληλα, όμως, το διαδίκτυο έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρες ευνοϊκές συνθήκες για τους ανθρώπους που διαβάζουν. Κατ’ αρχάς, προσφέρει άφθονες πληροφορίες γύρω από τα βιβλία. Κάποτε οι βιβλιόφιλοι ήταν εξαρτημένοι για την πληροφόρησή τους από τα λιγοστά ένθετα των εφημερίδων, που σε μεγάλο βαθμό ήταν και ελεγχόμενα. Δεν περνούσε βιβλίο εκεί μέσα αν δεν ήταν συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων. Τώρα έρχονται στο βιβλιοπωλείο εικοσάρηδες που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, γιατί έχουν γκουγκλάρει αυτό που τους ενδιαφέρει ή το έχουν συζητήσει με ανθρώπους που ξέρουν ότι ταιριάζουν τα γούστα τους ή εμπιστεύονται την κρίση τους». 

To Internet είναι ένας συνεχής περισπασμός στην ανάγνωση βιβλίου.

«Επιπλέον», σημειώνει η Κατερίνα Μαλακατέ, «στο Ίντερνετ δημιουργούνται ομάδες και λέσχες ανάγνωσης, μέσα από τις οποίες γνωριζόμαστε, ανταλλάσσουμε απόψεις για τα βιβλία, ενημερωνόμαστε για ενδιαφέρουσες νέες κυκλοφορίες, παρακινούμε ο ένας τον άλλον και τελικά βρίσκουμε κίνητρα και αφορμές για να διαβάζουμε περισσότερο. Αυτό είναι το σύγχρονο  ‘από στόμα σε στόμα’ και δουλεύει με μια ένταση που στο παρελθόν θα φάνταζε αδιανόητη». 

Μια ακόμα συνθήκη που διαμορφώθηκε χάρη στο Ίντερνετ και λειτουργεί ευνοϊκά για την κουλτούρα του βιβλίου, είναι η δυνατότητα της επικοινωνίας μεταξύ αναγνώστη και δημιουργού. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Γορανίτης θυμάται χαρακτηριστικά πως όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «άνθρωποι εντελώς άγνωστοι σε μένα, μπήκαν στον κόπο να μου στείλουν ένα μήνυμα ή έκαναν αιτήματα φιλίας. Και το feedback που έλαβα ήταν σχεδόν αποκλειστικά θετικό, το αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει όταν το κοινό σχολιάζει δημοσιογραφικά κείμενα. Κάποτε, για μια αντίστοιχη επικοινωνία, θα έπρεπε ο αναγνώστης να γράψει ένα γράμμα, να το στείλει στον εκδοτικό οίκο, ο εκδότης να το παραδώσει στον συγγραφέα κι εκείνος να κάτσει να απαντήσει και να ακολουθηθεί η αντίστροφη διαδικασία. Τώρα το μόνο που χρειάζεται είναι να μπει κάποιος στο Messenger». 

Αυτή η αμεσότητα και η προσβασιμότητα, βέβαια, ενίοτε λειτουργούν και ως παγίδες. «Είναι πολύ εύκολο για έναν συγγραφέα να εκτεθεί στα social media», σχολιάζει ο Γιάννης Γορανίτης. «Κάποιοι καταλαμβάνονται από την αγωνία του να είναι πανταχού παρόντες, από ένα FOMO που τους ωθεί να συμμετέχουν σε όλα και να σχολιάζουν τα πάντα. Κρίνοντας εξ ιδίων το λέω, γιατί έχω απογοητευτεί από συγγραφείς που θαύμαζα και πλέον τους βλέπω να ‘καίγονται’ στα social media απογυμνωμένοι από τον ιδεατό ρόλο με τον οποίο τους είχα κατά νου. Ακούγεται ίσως ελιτίστικο αυτό, αλλά δεν μου αρέσει να βλέπω τι μαγείρεψε το μεσημέρι ο αγαπημένος μου συγγραφέας». 

Αναμφίβολα, το Ίντερνετ βοηθάει και στο να διευρυνθεί η δεξαμενή των αναγνωστών. Κοινότητες σαν το «Διαβάζοντας», δεν απευθύνονται μόνο στο βιβλιόφιλο κοινό, το οποίο στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό κάτω του 10% του ενήλικου πληθυσμού. Στους δεκάδες χιλιάδες που ακολουθούν αυτές τις σελίδες στα social media συμπεριλαμβάνονται και ευκαιριακοί αναγνώστες ή άνθρωποι που διαβάζουν μόνο στις διακοπές τους, ενώ συχνά στα πιο δημοφιλή τους threads φιγουράρουν best sellers και ευπώλητα βιβλία. 

Κι αυτό, όμως, είναι σημαντικό, τόσο για τη διάδοση της αναγνωστικής κουλτούρας, όσο -κυρίως- για την ευημερία της αγοράς του βιβλίου. «Εγώ είμαι υπέρ του ευπώλητου βιβλίου», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Γορανίτης. «Όχι γιατί μου αρέσει τόσο ως αναγνώστης, αλλά γιατί θεωρώ ότι ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, με πολύ περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, το ευπώλητο είναι απαραίτητο για να επιβιώσουν εκδοτικοί οίκοι και για να εκδοθούν βιβλία που δεν θα έβγαιναν σε άλλο περιβάλλον. Ο Πατάκης, για παράδειγμα, δεν θα εξέδιδε το βιβλίο μου -μια συλλογή διηγημάτων ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα- αν είχε ζοριστεί οικονομικά μετά από πέντε ή έξι εμπορικές αποτυχίες μέσα στη χρονιά. Το αντίστοιχο νομίζω ότι ισχύει και για τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους: Η εμπορική επιτυχία κάποιων τίτλων τους επιτρέπει να εκδώσουν ευκολότερα κάποιους άλλους»

ΙΙ – Διαβάζοντας στο χαρτί 

Παρά το γεγονός ότι όντως είμαστε ένας λαός που δεν έχει ανεπτυγμένη την κουλτούρα του διαβάσματος και έχοντας διανύσει τουλάχιστον μια δεκαετία οικονομικής κρίσης που άφησε τα σημάδια της και στην αγορά του βιβλίου, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι στην Ελλάδα τυπώνονται, κυκλοφορούν και πωλούνται κάθε χρόνο πάρα πολλοί τίτλοι βιβλίων. Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν, αφού από το 2012 έχει σταματήσει η δημοσίευσή σχετικών ερευνών και αναλύσεων από κάποιον δημόσιο φορέα (τότε έπαψε να υφίσταται η υπηρεσία «Παρατηρητήριο του Βιβλίου» του πάλαι ποτέ Εθνικού Κέντρου Βιβλίου), αλλά υπολογίζεται ότι η ετήσια βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα ανέρχεται κατά μέσο όρο στους 9.000 – 10.000 τίτλους. Τον αριθμό αυτό επιβεβαιώνει και η τελευταία σχετική έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΣΔΕΛ σε συνεργασία με την Public Issue και αφορούσε την τριετία 2017-19. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, παρήχθησαν περίπου 30.000 τίτλοι, με το συνολικό τιράζ τους να ανέρχεται σε 45 περίπου εκατομμύρια βιβλία σε έντυπη μορφή. 

Είναι ένας αν μη τι άλλο εντυπωσιακός αριθμός, που αποτυπώνει τον μαξιμαλισμό που χαρακτηρίζει την ελληνική βιβλιοπαραγωγή τις τελευταίες δεκαετίες. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, σημειώνουμε ότι σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα η Εθνική Βιβλιοθήκη παρέλαβε συνολικά 240.000 περίπου βιβλία, ενώ μέσα στην πρώτη μόνο δεκαπενταετία του 21ου αιώνα είχε ήδη παραλάβει 140.000 νέους τίτλους. Με παλαιότερες εποχές δεν υπάρχει σύγκριση: η ετήσια ελληνική παραγωγή σε όλα τα είδη γραφής τον 18ο αιώνα δεν ξεπερνούσε τους 40 τίτλους, ενώ από το 1850 και ως τα τέλη του 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι εκδίδονταν στη χώρα μας 150 περίπου νέα βιβλία κάθε χρόνο. 

Ο Κώστας Μακρής, εμπορικός διευθυντής των βιβλιοπωλείων «Ευριπίδης», θυμάται ότι η τελευταία επίσημη έρευνα είχε καταγράψει ότι μόλις το 9.5% των ενήλικων Ελλήνων διαβάζει περισσότερα από πέντε βιβλία τον χρόνο, χωρίς να συνυπολογίζουμε βέβαια σ’ αυτά, τα υποχρεωτικά ακαδημαϊκά συγγράμματα για όσους σπουδάζουν σε κάποια σχολή. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει στη χώρα μας ένα μικρό, αλλά πολύ πιστό και πολύ δυναμικό αναγνωστικό κοινό, το οποίο, μάλιστα αυξήθηκε μέσα στην καραντίνα», παρατηρεί ο κ. Μακρής, εκτιμώντας ότι «η αύξηση αυτή έχει διατηρηθεί, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2021». 

Η καραντίνα θα καταγραφεί ως μια πολύ ξεχωριστή περίοδος για την ελληνική βιβλιοπαραγωγή. Όχι μόνο γιατί οδήγησε σε αύξηση των πωλήσεων των βιβλίων, αλλά γιατί άλλαξε σε σημαντικό βαθμό και τον τρόπο της πώλησής τους. Με τα βιβλιοπωλεία κλειστά, καταφύγαμε όλοι στα e-shops για την προμήθεια των αγαπημένων μας αναγνωσμάτων. «Οι ηλεκτρονικές πωλήσεις ήρθαν για να μείνουν», δηλώνει κατηγορηματικά ο Κώστας Μακρής. «Γνώρισαν μια εξωπραγματική ανάπτυξη την προηγούμενη διετία, λόγω της μη φυσιολογικής συνθήκης που διαμόρφωσε ο κορονοϊός, αλλά έστω και με μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης, η τάση τους παραμένει σταθερά ανοδική μέχρι και σήμερα». 

Άλλες τάσεις που καταγράφονται από τους έμπειρους εργαζόμενους των βιβλιοπωλείων «Ευριπίδης» στην καθημερινή τους επαφή με το βιβλιόφιλο κοινό: 

  • Οι Ελληνίδες διάβαζαν και συνεχίζουν να διαβάζουν περισσότερο από τους Έλληνες. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, ο αριθμός των ανδρών αναγνωστών αυξήθηκε σημαντικά και αφορμή αυτής της αύξησης στάθηκε η κυκλοφορία πολλών βιβλίων για τις επετείους της επανάστασης του 1821 και της καταστροφής της Σμύρνης. Το ανδρικό κοινό, λοιπόν, έλκεται από τα ιστορικά βιβλία και τα βιβλία για την πολιτική. 
  • Το παιδικό βιβλίο παραμένει η πιο βαριά βιομηχανία της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Είναι σταθερά πρώτο, τόσο σε πλήθος νέων τίτλων που κυκλοφορούν κάθε χρόνο, όσο και σε πωλήσεις. «Αυτό που δεν έχουμε καταφέρει να κερδίσουμε στην Ελλάδα είναι το εφηβικό κοινό», παρατηρεί ο Κώστας Μακρής. «Τα παιδιά μεταξύ 12 και 17 ετών έχουν φύγει από τα βιβλία κι έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στις κονσόλες και τις οθόνες. Σ’ αυτήν τη μεταβατική ηλικία, ο έφηβος θα εξελιχθεί σε συνειδητοποιημένο αναγνώστη μόνο αν δει τους γονείς του και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του να διαβάζουν». 
  • Κανείς δεν αγοράζει πια εγκυκλοπαίδειες και λεξικά. Είναι δύο κατηγορίες βιβλίων που κάποτε θεωρούνταν θεμελιώδεις για το χτίσιμο οποιασδήποτε οικιακής βιβλιοθήκης, αλλά ξεπεράστηκαν από την εποχή. Το Ίντερνετ και η απεριόριστη πρόσβαση που παρέχει σε πηγές και λήμματα έχει καταστήσει πρακτικά άχρηστα τα εκπαιδευτικά βιβλία αυτής της λογικής. 
  • Η γκάμα των κατηγοριών που ενδιαφέρουν τους σημερινούς καταναλωτές / αναγνώστες έχει διευρυνθεί θεαματικά. Σύμφωνα με τον Κώστα Μακρή, οι άνθρωποι που επισκέπτονται σήμερα ένα σύγχρονο βιβλιοπωλείο όπως ο «Ευριπίδης» επεκτείνουν τις επιλογές τους, δεν περιορίζονται στα λογοτεχνικά είδη που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Στη μυθοπλασία, τα αστυνομικά μυθιστορήματα ανταγωνίζονται ευθέως την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή που παραδοσιακά αποτελεί την πρώτη επιλογή του αναγνωστικού κοινού, ενώ τεράστιο μερίδιο της αγοράς έχουν κατακτήσει τα τελευταία χρόνια οι κατηγορίες της αυτοβελτίωσης, της ψυχολογίας και τα βιβλία που απευθύνονται σε νέους γονείς. 

Το «Δώρο» του Στέφανου Ξενάκη είναι ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης που εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο εκδοτικό success story των τελευταίων ετών. Έχοντας πουλήσει περισσότερα από 150.000 αντίτυπα κι έχοντας πουληθεί σε 21 εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, δικαιωματικά χαρακτηρίζεται ως «φαινόμενο» από τον Βλάση Μαρωνίτη, εκδότη και συνιδρυτή της Key Books. «Δεν συμβαίνει συχνά ένας ελληνικός τίτλος να πουλιέται σε τόσες πολλές χώρες και να μεταφράζεται σε τόσες πολλές γλώσσες. Είναι κάτι πραγματικά σπάνιο κι έχουμε επιχειρήσει πολλές φορές να αναλύσουμε αυτήν την επιτυχία, να εντοπίσουμε τα συστατικά που έκαναν το ‘Δώρο’ να αγγίξει τόσους πολλούς αναγνώστες».  

Το πρώτο συστατικό της επιτυχίας είναι, φυσικά, το περιεχόμενο του βιβλίου. «Content is king», υπογραμμίζει ο κ. Μαρωνίτης. «Το ότι αυτό το περιεχόμενο αναλύεται σε σύντομες ιστορίες είναι επίσης βοηθητικό για τον κόσμο. Μπορεί να περνάνε καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις μπροστά απ’ τα μάτια μας, αλλά ο χρόνος που αφιερώνουμε για να διαβάσουμε κάτι από επιλογή έχει μειωθεί. Οι αναγνώστες εκτίμησαν το ότι αυτό το βιβλίο μπορείς να το πάρεις στα χέρια σου για λίγα λεπτά, να διαβάσεις μία και μόνο ιστορία κι αυτή η ιστορία να σου αλλάξει ενδεχομένως όλη σου τη μέρα, να σε εμπνεύσει ή να σε παρακινήσει για κάτι απλό αλλά ευεργετικό, όπως το να βγεις να περπατήσεις ή να χαμογελάσεις σε έναν άγνωστο και να πεις μια ‘καλημέρα’. Θεωρώ, δηλαδή, ότι η συντομία των ιστοριών, το μήνυμα και το συναίσθημα που άφηναν στον αναγνώστη αλλά και το γεγονός ότι είχαν άμεση επίδραση στη ζωή του, είναι τα στοιχεία που έκαναν τόσους πολλούς ανθρώπους να αγαπήσουν αυτό το βιβλίο και να μοιραστούν την αγάπη τους και με άλλους αναγνώστες». 

Η επιτυχία του «Δώρου» μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για τη γόνιμη διάδραση μεταξύ του τυπωμένου βιβλίου και του Ίντερνετ. Ο συγκεκριμένος τίτλος έγινε trend όχι μόνο στις βιβλιοφιλικές σελίδες, αλλά και στα social media χρηστών που δεν είναι συστηματικοί αναγνώστες και τελικά αγοράστηκε και από ανθρώπους που δεν συνηθίζουν να αγοράζουν βιβλία. «Για κάποιους ήταν το πρώτο ή ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασαν στη ζωή τους», εξηγεί ο Βλάσης Μαρωνίτης και προβλέπει ότι αρκετοί απ’ αυτούς τους νέους αναγνώστες θα συνεχίσουν να αγοράζουν και να διαβάζουν βιβλία. «Και σ’ αυτό μας βοηθάει η εποχή. Οι αναγνώστες επικοινωνούν άμεσα με τον συγγραφέα, μέσα από το Facebook και το Instagram ή στις παρουσιάσεις που διοργανώνουμε και του ζητούν να τους προτείνει κι άλλα βιβλία. Ο Στέφανος προτείνει και στις ομιλίες του βιβλία που μπορούν να λειτουργήσουν ως εισαγωγή στον κόσμο της προσωπικής ανάπτυξης και όλα αυτά δημιουργούν μια νέα γενιά αναγνωστών». 

Οι νέες γενιές αναγνωστών -σίγουρα στο εξωτερικό, αλλά σιγά-σιγά και στη δική μας χώρα- έχουν εντάξει στην αναγνωστική τους κουλτούρα και νέα μέσα κατανάλωσης αναγνωστικού περιεχομένου, όπως τα e-books ή τα audio books. Εκδότες και βιβλιοπώλες συμφωνούν ότι το ψηφιακό βιβλίο δεν έχει κερδίσει τις καρδιές των Ελλήνων αναγνωστών. Στις αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης τα e-books έκαναν εκρηκτική είσοδο πριν από μερικά χρόνια και οι πωλήσεις τους γνώρισαν σημαντική ανάκαμψη στα διαστήματα της καραντίνας, αλλά στη δική μας αγορά αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό, της τάξης του 5%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κώστα Μακρή. «Το e-book φαίνεται πως λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά ως προς το τυπωμένο βιβλίο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο εμπορικός διευθυντης του «Ευριπίδη». «Απευθύνεται σε ανθρώπους που ταξιδεύουν πολύ και τους βολεύει να έχουν μια ταμπλέτα στις αποσκευές τους». 

Τα e-books αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% της ελληνικής αγοράς βιβλίου.

Τα audio books εμφανίζουν μια ενδιαφέρουσα δυναμική που γοητεύει πλέον τους Έλληνες εκδότες. Η Key Books, για παράδειγμα, ετοιμάζει ήδη μια εφαρμογή για την ακρόαση ηχητικών βιβλίων. Όπως σημειώνει ο Βλάσης Μαρωνίτης, «η εποχή είναι ώριμη και παρέχει τα μέσα που διευκολύνουν την ακρόαση των audio books. Μπορείς απλώς να συνδέσεις το κινητό σου στο carplay του αυτοκινήτου ή να ακούσεις ένα βιβλίο στο κινητό σου. Κι εγώ πλέον στο αυτοκίνητο σπανίως ακούω ραδιόφωνο, θα προτιμήσω ένα podcast ή το Spotify». 

Τρία – Αβεσαλώμ, βατραχοπόδαρα και συγγραφικά δικαιώματα

Οι συντάκτες των εφημερίδων και των περιοδικών που υποχρεώθηκαν να κάνουν τη μετάβαση στα sites, συνειδητοποίησαν από νωρίς και μάλλον με σκληρό τρόπο ότι -σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον- θα έπρεπε να προσαρμόσουν τον τρόπο γραφής τους στη φυσιογνωμία του νέου μέσου. Το γράψιμο στο Ίντερνετ έχει tags και keywords, links και embedded elements, τίτλους που εξυπηρετούν τις επιταγές του SEO (search engine optimization). Εννοείται ότι έστω κι έτσι συνεχίζει να είναι γράψιμο, μια δημιουργική διαδικασία στην οποία συμβάλλουν καθοριστικά η έμπνευση και το ταλέντο, αλλά είναι σίγουρο ότι κάποια κομμάτια της διαδικασίας έχουν υπαχθεί πλέον σε ένα πολύ συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο. Για να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και το αποτέλεσμα της διαδικασίας έχει αλλάξει: η απαίτηση δεν είναι πλέον η παραγωγή κειμένων, αλλά η παραγωγή «περιεχομένου». Μπορεί κάτι αντίστοιχο να συμβαίνει ή να συμβεί στο μέλλον και σε άλλα είδη γραψίματος; Τα νέα μέσα θα επηρεάσουν τον τρόπο που γράφεται η θα γράφεται η λογοτεχνία και η ποίηση; 

“Η ηγεσία ηγείται, δεν ακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική ηγεσία, τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς”

Χρήστος Χωμενίδης

Ο Χρήστος Χωμενίδης δεν θέλει ούτε να το διανοηθεί. Η ένταση της φωνής του και η ταχύτητα της ομιλίας του στο τηλέφωνο αυξάνονται δραματικά όταν απαντάει ότι «το να γράφεις με βάση συγκεκριμένους κανόνες, με στερεότυπα ή βασιζόμενος στις προτιμήσεις του κοινού, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο. Είναι αυτό που κάνουν τα κόμματα όταν ποδηγετούνται από τις δημοσκοπήσεις. Συμβουλεύονται τις λεγόμενες ποιοτικές έρευνες και μετά προσπαθούν να αρέσουν στον καταναλωτή / πολίτη. Η ηγεσία όμως ηγείται, δεν ακολουθεί. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική ηγεσία, τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς κλπ. Εγώ δεν θα έβαζα ποτέ τρεις φορές την ίδια λέξη σε μία παράγραφο μόνο και μόνο για να τη ‘διαβάσει’ το Google ως keyword, εκτός ίσως αν ήταν η λέξη ‘αγάπη’ ή ‘Ιησούς’. Και για τους τίτλους μου, προτιμώ λέξεις που είναι άφθαρτες, άρα και ελκυστικές. Σας εγγυώμαι ότι αν γράφατε ένα κείμενο που στον τίτλο του υπήρχε η λέξη ‘Αβεσαλώμ’, θα ήθελα να το διαβάσω. Σκεφτείτε το ‘Αβεσαλώμ και βατραχοπόδαρα’, ποιος δεν θα ήθελε να μπει σ’ αυτό το κείμενο;». 

Κατά τη γνώμη του, ο συγγραφέας είναι πάντα «ένας εξερευνητής που πρέπει να χώνεται βαθιά μέσα στο δάσος με ένα τσεκουράκι στο χέρι, για να ανοίγει τον δρόμο για όσους θα ακολουθήσουν, αλλά και για να βλέπει καινούρια πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος υποψιάζεται. Αν είναι ένας εργάτης που συνεχίζει να οργώνει ένα χιλιοργωμένο χωράφι, η μόνη χαρά που μπορεί να προσδοκά από τη ζωή του είναι οι επιταγές που του δίνει ο εκδότης του. Ακόμα και οι πωλήσεις, όμως, έτσι έρχονται: με την εξερεύνηση στο δάσος. Ο κόσμος το απροσδόκητο περιμένει. Το καινούριο, αυτό που δεν έχει συνηθίσει. Αυτό τον βγάζει από τη νάρκη του. Όλα τα δικά μου βιβλία -και δεν το λέω επαιρόμενος αυτό- ήταν ευπώλητα, άλλο για δύο μήνες, άλλο για ενάμιση χρόνο. Ποτέ, όμως, δεν άρχισα να γράφω ένα βιβλίο σκεπτόμενος το πώς θα το κάνω έτσι ώστε να αφορά τους αναγνώστες. Αν έγραφα με βάση κάποια συνταγή, δεν θα είχε κανένα νόημα η δουλειά μου για μένα τον ίδιο. Εγώ προσπαθώ να ανακαλύπτω πράγματα». 

Η κάθε εποχή, πάντως, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας αναγνωστικής κουλτούρας, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο που γράφονται κάποια είδη λογοτεχνίας. «Φαντάζομαι ότι κάποια εμπορικά είδη όπως το αστυνομικό και το αισθηματικό μυθιστόρημα ή η επιστημονική φαντασία γράφονται πλέον με συνταγή», παρατηρεί ο Γιάννης Γορανίτης. «Και δεν το λέω αρνητικά – οι συγγραφείς τους ακολουθούν συγκεκριμένες δομές όχι γιατί βαριούνται ή γιατί δεν ξέρουν να γράψουν διαφορετικά, αλλά επειδή έτσι μαθαίνει να διαβάζει το κοινό. Οι αναγνώστες αυτών των ειδών είναι εξοικειωμένοι με συγκεκριμένη τυπολογία: ίδιο τρόπο εισαγωγής, ίδιο σημείο όπου γίνεται το πρώτο call to action, ίδιο σημείο όπου γίνεται η ανατροπή, ίδιο σημείο στο οποίο διαπράττεται το έγκλημα και πάει λέγοντας. Και επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί συσπειρώνει ένα κοινό σ’ αυτά τα είδη της λογοτεχνίας. Απ’ την άλλη, όταν έχει ομογενοποιηθεί τόσο πολύ ο τρόπος που διαβάζουμε, δεν έχουμε να περιμένουμε εκπλήξεις. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει στην ευρύτερη καλλιτεχνική παραγωγή. Οι σειρές του Netflix, για παράδειγμα, ακολουθούν μια πολύ χαρακτηριστική κλιμάκωση. Το storytelling αποδίδεται με πολύ συγκεκριμένο -και από ένα σημείο κι έπειτα αναμενόμενο- τρόπο». 

Μια συνθήκη που σίγουρα έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν στο λογοτεχνικό οικοσύστημα της χώρας μας, είναι το ειδικό βάρος της κριτικής. «Κάποτε η κριτική στην Ελλάδα είχε μια τόλμη και μια διορατικότητα την οποία εν πολλοίς έχει χάσει», σχολιάζει σχετικά ο Χρήστος Χωμενίδης. «Ειλικρινά, εμένα, όταν ξεκινούσα το μακρινό 1993 δημοσιεύοντας το ‘Σοφό Παιδί’, με έφτιαξαν δύο κριτικές. Η κριτική του Δημήτρη Σταυρόπουλου στα Νέα και η κριτική του Θεόφιλου Φραγκόπουλου στη Μεσημβρινή, που δεν βγαίνει πια. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί σήμερα, να αναδειχθεί ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας από δύο κριτικούς, τους οποίους θα ευγνωμονεί στην υπόλοιπη ζωή του». 

Στιγμιότυπα από την βράβευση του Χρήστου Χωμενίδη με το Βραβείο Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για το βιβλίο “Νίκη”.

Αντίθετα με την κριτική, τα λογοτεχνικά βραβεία παραμένουν ένας σημαντικός δείκτης της αποδοχής που απολαμβάνει ένα βιβλίο, ενώ κάποιες φορές εκτοξεύουν και την εμπορικότητά του. Η «Νίκη» του Χρήστου Χωμενίδη βραβεύτηκε με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος (Prix du Livre Européen) και όπως παραδέχεται ο συγγραφέας, «δεν περίμενα ότι κερδίσω το συγκεκριμένο βραβείο, ούτε ότι θα είχε τόσο μεγάλη επίδραση στις πωλήσεις του βιβλίου μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι βοήθησε τη «Νίκη» να κάνει μια δεύτερη εμπορική καριέρα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες». 

“Μέχρι το 2035 οι Google, Amazon, Apple και άλλες εταιρείες θα έχουν ψηφιοποιήσει το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής”

Γιούαν Μόρισον

Μιλώντας για εμπορικότητα και πωλήσεις, κάτι που σίγουρα απασχολεί τους συγγραφείς στην εποχή του Ίντερνετ, είναι το πώς θα βιοπορίζονται όταν πια το Ίντερνετ εξελιχθεί στον αποκλειστικό ή έστω στον βασικό διανομέα του έργου τους. Αργά ή γρήγορα, κολοσσοί όπως η Google, η Amazon και η Apple θα επιδιώξουν να ψηφιοποιήσουν το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής. Σύμφωνα με την περίφημη «προφητεία» του πολυβραβευμένου Σκωτσέζου συγγραφέα Γιούαν Μόρισον, θα το καταφέρουν χοντρικά μέχρι το 2035. Τότε, λοιπόν, η λογοτεχνία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να μετατραπεί σε «ψηφιακό περιεχόμενο», ακολουθώντας τη μοίρα της δημοσιογραφίας, αλλά και της μουσικής και των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών. Και όπως μπορεί να μας διαβεβαιώσει ο Δημήτρης Ζαχαράκης, οι χρήστες του Ίντερνετ έχουν μάθει να καταναλώνουν το ψηφιακό τους περιεχόμενο δωρεάν. «Οι Έλληνες χρήστες ειδικότερα, δεν δείχνουν καθόλου έτοιμοι να μεταβούν σε συνδρομητικά μοντέλα ή σε pay on demand λογικές, είναι εντελώς έξω από την κουλτούρα μας. Ήμασταν και παραμένουμε καχύποπτοι ως ψηφιακοί καταναλωτές -διστάζουμε να εγγραφούμε ακόμα και σε δωρεάν πλατφόρμες- και σίγουρα δεν πρόκειται να δώσουμε λεφτά για να αγοράσουμε κάτι το οποίο μέχρι σήμερα μας παρέχεται δωρεάν». 

Ο Γιούαν Μόρισον εκτιμά ότι η οικονομική απεξάρτηση των δημιουργών από τις πωλήσεις των έργων τους είναι μονόδρομος. Κατά τη γνώμη του, οι συγγραφείς θα πρέπει κατ’ αρχάς να εισπράττουν έναν βιώσιμο μισθό από τον εκδοτικό τους οίκο ή να χρηματοδοτούνται από αρμόδιους φορείς, αφού τα έσοδα από τα συγγραφικά δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή θα φθίνουν μέχρι να εκμηδενιστούν. Ο Χρήστος Χωμενίδης δεν είναι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή ακόμα και δίκαιο: «Να σε πληρώνει ο εκδοτικός οίκος, ωραία. Αλλά για να σε πληρώνει, πρέπει έτσι κι αλλιώς να πουλάς. Είτε λοιπόν σου αποδίδει προκαταβολικά τα πνευματικά σου δικαιώματα είτε σου δίνει μια στάνταρ αμοιβή για το βιβλίο, τα έσοδά σου θα αντικατοπτρίζουν τη διείσδυση και την απήχηση που έχεις στους αναγνώστες. Κανείς δεν θα σε πληρώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αν δεν έχεις απήχηση, εκτός πχ, αν είσαι το ποιοτικό του άλλοθι. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει ο εκδότης να έχει άλλους συγγραφείς, πιο εμπορικούς, που θα του βγάζουν τα λεφτάκια του». 

Ως προς το δωρεάν περιεχόμενο, πάντως, είναι κάθετος ότι έπρεπε ήδη να έχουν ληφθεί μέτρα. «Είναι κάτι που θα προσπαθήσω να το οργανώσω κι εγώ ο ίδιος κάποια στιγμή, να υπογράψουμε δέσμευση όλοι όσοι ασχολούμαστε με το γράψιμο ότι κανείς μας δεν θα ξαναγράψει δωρεάν σε site το οποίο έχει στοιχεία εμπορικότητας ή αξιώσεις κέρδους. Οι αμοιβές κατρακυλάνε γιατί κάποιοι προσφέρουν δωρεάν ή μπιρ παρά αυτά που γράφουν. Από ένα σημείο και μετά, το θεωρώ έλλειψη αυτοπεποίθησης». 

Η Κατερίνα Μαλακατέ είναι πεπεισμένη ότι το βιβλίο έχει πάρει μαθήματα από τα παθήματα του Τύπου και της μουσικής κι έχει φροντίσει να θωρακίσει τη βιωσιμότητά του: «Το βιβλίο δεν θα καταλήξει δωρεάν ψηφιακό περιεχόμενο γιατί πρόλαβε να αναπτύξει δικλείδες ασφαλείας. Βλέπουμε σήμερα ότι πολύ λίγα e-books διαρρέουν στο διαδίκτυο. Η πειρατεία πατάσσεται και όσα τελικά κυκλοφορούν δωρεάν είναι κακοφτιαγμένα – κάτι άσχημα και κακοφωτισμένα PDF. Το βιβλίο, λοιπόν, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την ψηφιοποίηση. Ούτε η Amazon αυτή καθαυτή μας ενοχλεί – οποιοσδήποτε πουλάει βιβλία δουλεύει για το καλό του βιβλίου. Το πρόβλημα είναι η Amazon ως μονοπώλιο και οι πάροχοι δωρεάν περιεχομένου. Όταν η Τέχνη καταλήγει δωρεάν πεθαίνει».

“Το βιβλίο θα πεθάνει ως Τέχνη όταν δεν θα υπάρχει κανείς να το αξιολογεί, να το αποτιμά και να το πληρώνει σε όλα τα στάδια της παραγωγής του.” 

Κατερίνα Μαλακατέ

Επίλογος – Γίγαντας με γερά, χάρτινα πόδια

Τα βιβλία έχουν οραματιστεί πολλές φορές το τέλος των βιβλίων. Στο «Fahrenheit 351» του Ρέι Μπράντμπερι και στην «Αστυνομία της Μνήμης» της Γιόκο Ογκάουα, γίνονται στάχτη στις φωτιές που ανάβουν οι αρμόδιες υπηρεσίες σκοταδιστικών καθεστώτων. Στη «Χώρα των Εσχάτων Πραγμάτων» του Πολ Όστερ, τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες υπάρχουν ακόμα, αλλά είναι θέμα χρόνου να εξαφανιστούν και στη συνέχεια να σβηστούν από τις ατομικές μνήμες και τη συλλογική συνείδηση και μαζί τους να εκλείψουν οι λέξεις που τα περιγράφουν. Γενικά στη λογοτεχνία, ο αφανισμός των βιβλίων ταυτίζεται με τη δυστοπία και το τέλος του πολιτισμού. 

Τα πολυαγαπημένα μας βιβλία, όμως, δεν πρόκειται να κινδυνεύσουν ούτε από κάποιο απολυταρχικό καθεστώς, ούτε από κάποιον παγκόσμιο ή πανανθρώπινο όλεθρο. Αν κάποτε όντως εκλείψουν, αυτό θα συμβεί μόνο ως προς την υλική τους υπόσταση, είτε επειδή το χαρτί θα είναι πλέον οικονομικά και οικολογικά ασύμφορο, είτε επειδή οι επόμενες γενιές θα χάσουν την εξοικείωση μαζί του και θα προτιμούν την ανάγνωση σε οθόνες ή σε κάποιο άλλο τεχνολογικά ανεπτυγμένο περιβάλλον. Στην πρόκληση που τους έθεσε η πρώτη εποχή του Ίντερνετ, πάντως, αντεπεξήλθαν παλικαρίσια. Τα χάρτινα, τυπωμένα βιβλία όχι απλώς δεν εξαφανίστηκαν, αλλά η αγορά τους παραμένει κραταιά και η δύναμή τους αδιαμφισβήτητη. 

Τι μπορεί να συμβεί, όμως, μέσα στα επόμενα δέκα, δεκαπέντε ή πενήντα χρόνια; For the sake of the game, ζητήσαμε από τους δικούς μας ανθρώπους του βιβλίου να προβλέψουν το μέλλον. 

Ο Δημήτρης Ζαχαράκης δεν μπορεί να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς χαρτί. «Σε ένα ολοκληρωτικά ψηφιοποιημένο μέλλον, όμως, το χαρτί θα επιβιώσει ως premium προϊόν. Το τυπωμένο βιβλίο θα ταυτιστεί με τις πολυτελείς εκδόσεις, κάτι ανάλογο μ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα περιοδικά που επανέρχονται ως coffee table magazines και τα βινύλια που επέστρεψαν ως συλλεκτικά αντικείμενα. Θα ικανοποιούμε τις αναγνωστικές μας ανάγκες διαβάζοντας ψηφιακά βιβλία και θα αγοράζουμε τυπωμένα για την αίσθηση της ιδιοκτησίας».

Ο Γιάννης Γορανίτης πιστεύει ότι τα βιβλία θα συνεχίσουν να τυπώνονται γιατί θα συνεχίσουν να το απαιτούν οι αναγνώστες. «Δεν το λέω ρομαντικά. Σε ό,τι έχει να κάνει με την προσφορά, είναι σίγουρο ότι για τους εκδότες είναι πιο βολικό να διακινούν ηλεκτρονικά αρχεία από το να μπαίνουν στη διαδικασία της εκτύπωσης, της διανομής, της μεταφοράς, των επιστροφών κλπ. Η ζήτηση, όμως, για τυπωμένα βιβλία είναι μεγάλη και οι τάσεις παγκοσμίως εμφανίζονται αυξητικές. Όσο τουλάχιστον είμαστε εμείς εν ζωή, οι δικές μας γενιές, θα συνεχίσουν να βγαίνουν τυπωμένα βιβλία»

Η Κατερίνα Μαλακατέ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα βιβλία να σταματήσουν να τυπώνονται όσο η ίδια βρίσκεται εν ζωή. «Όχι γιατί θα σταματήσει η ζήτηση, αλλά για οικολογικούς λόγους, για τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων του πλανήτη. Προς το παρόν πάντως, ακόμα και στη hi-tech σημερινή εποχή, το χάρτινο βιβλίο είναι η καλύτερη τεχνολογία που διαθέτουμε στον χώρο του βιβλίου: δεν ενοχλεί τα μάτια, δεν του τελειώνει η μπαταρία και δεν είναι πολύ ακριβό. Επιπλέον, το κρατάς για πάντα. Αν πάντως, η λογοτεχνία κληθεί κάποτε να απεξαρτηθεί εντελώς από το χαρτί, θα το κάνει εύκολα. Έτσι κι αλλιώς, τα σπουδαιότερα πράγματα που γράφτηκαν ποτέ, στην πραγματικότητα δεν γράφτηκαν. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ήταν ιστορίες που αφηγούνταν οι άνθρωποι γύρω από τις φωτιές».

Ο Κώστας Μακρής εκτιμά ότι τα τυπωμένα βιβλία θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν για πάντα, ως πυρήνες μιας ολιστικής αναγνωστικής εμπειρίας. «Το βιβλίο είναι ένα πνευματικό προϊόν που ικανοποιεί όλες τις αισθήσεις πλην της γεύσης. Οι αναγνώστες έχουν ανάγκη να αγγίζουν το βιβλίο τους, να το ξεφυλλίζουν, να το αισθάνονται στα χέρια τους, να συζητάνε γι’ αυτό με άλλους βιβλιόφιλους. Τα βιβλιοπωλεία που είναι σχεδιασμένα εξ αρχής και χτισμένα ως βιβλιοπωλεία, όπως ο ‘Ευριπίδης’, δεν πουλάνε βιβλία, προσφέρουν ένα σύνολο συναισθημάτων που συνδέονται με τα βιβλία. Η αγορά ενός βιβλίου δεν είναι μια εμπορική συναλλαγή, αλλά μια ολοκληρωμένη εμπειρία που εμπεριέχει την αναζήτηση του βιβλίου, την προσμονή πριν από το διάβασμά του, την απόλαυση της ανάγνωσής του, τη χαρά του διαμοιρασμού των συναισθημάτων που σου προκάλεσε». 

Ο Βλάσης Μαρωνίτης δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να εξαφανιστεί το χαρτί. «Μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι τα βιβλία ανήκουν στην κατηγορία των πραγμάτων για τα οποία ο Έκο έλεγε ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να τα ανακαλύψει μία φορά και μετά δεν χρειάζεται να ξανασχοληθεί μαζί τους, όπως το κουτάλι. Η πραγματικότητα, όμως, με διαψεύδει. Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε εν μέσω δύο παγκοσμίων κρίσεων: της περιβαλλοντικής και της οικονομικής που έχει προκύψει λόγω του αποκλεισμού της Κίνας, η οποία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός χαρτιού στον πλανήτη. Έχει διαμορφωθεί, δηλαδή, ένα σκηνικό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμείς ορίζουμε ως χώρο του βιβλίου. Αν οι αυξήσεις της τιμής του χαρτιού συνεχιστούν και τα βιβλία ακριβύνουν πάρα πολύ, ο κόσμος ίσως αναγκαστεί να τα εγκαταλείψει και να στραφεί στα e-books. Δεν θα είναι απαραίτητα καταστροφικό, θα είναι απλώς μια αλλαγή, μια εξέλιξη. Και όπως μας έχει διδάξει ο Δαρβίνος, σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιβιώνει όποιος ακολουθεί τις εξελίξεις, αυτός που προσαρμόζεται γρήγορα στα εκάστοτε νέα δεδομένα».

Ο Χρήστος Χωμενίδης δεν πιστεύει ότι θα αφήσουμε πίσω μας το χαρτί (αν και η οικολογική του συνείδηση θα το δεχόταν μετά χαράς), αλλά μπήκε στον κόπο να φανταστεί ποιο θα μπορούσε να είναι το τελευταίο τυπωμένο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει: «Λογικά, πριν φτάσουμε στο τελευταίο βιβλίο θα διανύσουμε μια εποχή κατά την οποία θα τυπώνονται όλο και λιγότερα βιβλία, άρα αυτά τα βιβλία θα είναι όλο και ακριβότερα και θα απευθύνονται σε όλο και πιο παράξενους ανθρώπους, σε ρέκτες του είδους, οι οποίοι θα είναι διατεθειμένοι να τα αγοράζουν για συλλεκτικούς λόγους. Συνεπώς, το τελευταίο βιβλίο που θα τυπωθεί θα απευθύνεται στον ένα που θα ενδιαφέρεται ακόμα να αγοράσει ένα βιβλίο. Άρα μιλάμε για ένα βιβλίο πάρα πολύ ακριβό και πάρα πολύ ιδιαίτερο. Κάποιο βιβλίο Τέχνης, ίσως, το οποίο θα είναι από μόνο του ένα αντικείμενο Τέχνης». 

Επίμετρο 

Ο Γιάννης Γορανίτης αυτές τις μέρες διαβάζει τα «Πρόσωπα σε Απόγνωση» της Πόλα Φοξ. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «24» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. 

Η Κατερίνα Μαλακατέ αυτές τις μέρες διαβάζει την «Εκμηδένιση», το νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ. Το δικό της νέο μυθιστόρημα έχει τίτλο «Χωρίς Πρόσωπο» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Ο Βλάσης Μαρωνίτης αυτές τις μέρες διαβάζει τα νέα βιβλία των εκδόσεων Key Books. «Το Παζλ: Γίνε καλύτερος στο παιχνίδι της ζωής» της Έφης Ανδρεουλάκου και τους «Μέντορες» του Ράσελ Μπραντ. 

Ο Χρήστος Χωμενίδης αυτές τις μέρες διαβάζει κι αυτός την «Εκμηδένιση». Το νέο του μυθιστόρημα, «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. 

* Cover photo: Σκηνή από την κινηματογραφική ταινία Interstellar (2014).