Δικαιούμαστε να φοβόμαστε ότι η πανδημική κρίση είναι το πρώτο πεδίο άσκησης και εφαρμογής του καπιταλισμού της επιτήρησης; Θα ανοίξουν οι εφαρμογές contact tracing τις θύρες για την καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων;

Ποιος να φανταζόταν πριν μερικούς μήνες ότι οι διαρκώς αντιμαχόμενοι κολοσσοί της τεχνολογίας, Google και Apple, θα συνεργάζονταν για την ανάπτυξη μιας κοινής πλατφόρμας η οποία θα επιτρέπει τον εντοπισμό ανθρώπων που συναντήσαμε; Και ποιος να το έλεγε ότι η εν λόγω πλατφόρμα θα διατίθετο δωρεάν σε κυβερνήσεις με τις οποίες αμφότερες οι εταιρείες βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση για νομικά, φορολογικά και ηθικά ζητήματα;

Κι όμως, η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται βίαια από την επέλαση της πανδημίας, ακυρώνει τις βεβαιότητες και μετατοπίζει τις σταθερές. Οδεύοντας λοιπόν στο αβέβαιο παρόν, πιθανολογούμε (α)βάσιμα πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον. Παρότι οι απόψεις διίστανται, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η πανδημία προκαλεί ήδη σαρωτικές αλλαγές στο μέτωπο των προσωπικών ελευθεριών.

Κερκόπορτα για μελλοντικές παραβιάσεις;

Με επιχείρημα (ή πρόσχημα) τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, κυβερνήσεις και οργανισμοί σε όλο τον κόσμο εφαρμόζουν δρακόντεια και σαρωτικά μέτρα επιτήρησης των πολιτών, τα περισσότερα εκ των οποίων βασίζονται στις ψηφιακές και αναδυόμενες τεχνολογίες. Παρά την εύλογη σύμπνοια των πολιτών στις απόπειρες περιορισμού της πανδημίας, εκφράζονται ήδη εύλογες αντιρρήσεις για τα όρια της εισβολής στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά και για την ανάγκη θεσμικού ελέγχου των μηχανισμών και των τεχνολογιών που επιστρατεύονται σε αυτό το πλαίσιο.

«Πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών, ισχυρίζονται ότι αφού είμαστε σε πόλεμος, φυσικά και πρέπει να εμπλέξουμε τις υπηρεσίες ασφαλείας. Αλλά αυτό είναι ένα λάθος» αναφέρει ο ιστορικός Γιουβάλ Νόα Χαράρι. «Δεν πρόκειται για πόλεμο. Πρόκειται για υγειονομική κρίση» τονίζει συμπληρώνοντας ότι δεν είναι αρνητικός στην ιδέα της παρακολούθησης, αλλά πιστεύει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία κατ’ αρχάς για την καταπολέμηση της επιδημίας και δευτερευόντως για την άμβλυνση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης.

Η ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικότητας και της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας αποτελεί αν μη τι άλλο ζητούμενο, τουλάχιστον για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά εν μέσω της έκτακτης κατάστασης που βιώνουμε η σχετική συζήτηση φαντάζει ως περιττή πολυτέλεια.

Είναι όμως απαραίτητη. Ακόμη και η προσωρινή εκχώρηση ή καταπάτηση στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ενδέχεται να αποδειχθεί κερκόπορτα για αντίστοιχες ή και βαρύτερες παραβιάσεις στο μέλλον. Ακόμη και σε χώρες με ισχυρό νομικό πλαίσιο και σχετικούς κανόνες (όπως ο GDPR που ισχύει στην ΕΕ και στη χώρα μας), εκφράζονται επιφυλάξεις για τις προοπτικές που ανοίγονται για κακόβουλες και μη κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς.

Είναι λύση η «αποκέντρωση» των δεδομένων;

Η πιο προφανής και διαδεδομένη πτυχή των τεχνολογιών παρακολούθησης, βρίσκει έκφραση στις εφαρμογές contact tracing οι οποίες χρησιμοποιούνται ήδη σε δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο, με μικρότερη ή μεγαλύτερη «επιτυχία».

Η λέξη επιτυχία μπαίνει ανάμεσα στα εισαγωγικά, καθώς η χρήση ενός app που πιθανόν να αποδειχθεί ευεργετική για την προστασία της δημόσιας υγείας, την ίδια στιγμή συνιστά διαρκή απειλή για την ιδιωτικότητα και τα ατομικά δικαιώματα. Μπορεί όμως να βρεθεί η «χρυσή τομή» μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικότητας και της προστασίας της δημόσιας υγείας; Ακούγεται δύσκολο, αλλά ειδικά για τα apps ιχνηλάτησης, ενδέχεται να καταστεί εφικτό.

Ορισμένες από τις εφαρμογές για smartphones που έχουν λανσαριστεί μέχρι σήμερα, ενσωματώνουν βασικές δικλείδες ασφαλείας και συνοδεύονται από σαφείς όρους χρήσης, οι οποίες αν μη τι άλλο μετριάζουν τις προφανείς ανησυχίες μας. Η βασικότερη είναι η «αποκεντρωμένη» διαχείριση των δεδομένων: τα data δεν θα αποθηκεύονται δηλαδή σε κάποιον κεντρικό server ή άλλη ελεγχόμενη (από αρχές και κυβερνήσεις) «υλική» ή virtual τοποθεσία.

Αντιθέτως, τα δεδομένα θα αποθηκεύονται τοπικά και ανωνυμοποιημένα στις συσκευές των χρηστών. Αυτό θα διασφαλίζει ότι ακόμη και σε περίπτωση θετικού κρούσματος στον ιό SARS-CoV-2, οι αρχές δεν θα ειδοποιούνται για την ταυτότητα των επαφών του. Όσοι βρεθούν σε κοντινή απόσταση για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, θα ενημερώνονται μέσω μηνύματος χωρίς κι αυτοί να μαθαίνουν ποια «επαφή» τους διαγνώστηκε θετική.

Ακούγεται αρκετά καλό για να είναι αληθινό, και την ίδια στιγμή αρκούντως αισιόδοξο, καθώς θα βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στην ατομική ευθύνη. Σε αντίστοιχο πλαίσιο αναμένεται να λειτουργεί και η πλατφόρμα που αναπτύσσουν συνεργατικά η Google και Apple, και αναμένεται να αξιοποιηθεί σε αρκετές εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών στην ΕΕ.

Centralized vs decentralized εφαρμογές ιχνηλάτησης.

Τεχνικά προσκόμματα

Το πλεονέκτημα των εφαρμογών αυτών γίνεται ταυτόχρονα και μειονέκτημα. Οι εφαρμογές που βασίζονται στην επικοινωνία των συσκευών μέσω Bluetooth προκειμένου να προσδιοριστεί η εγγύτητα (χωρική και χρονική) ενός χρήστη με έναν άλλον που θα διαγνωστεί θετικός στον ιό, δεν θεωρούνται απόλυτα αποτελεσματικές.

Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο το 15% από τις περίπου 50 εφαρμογές που είχαν λανσαριστεί διεθνώς στα τέλη Ιουνίου, βασίζονται αποκλειστικά στο Bluetooth. Το 53% αξιοποιεί τον εντοπισμό θέσης μέσω GPS, ενώ οι υπόλοιπες συνδυάζουν αμφότερες τις τεχνολογίες.

Ο λόγος είναι ότι η τεχνολογία Bluetooth δεν επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό της απόστασης, ούτε τον ακριβή χρόνο προσέγγισης των δύο ατόμων. Αυτό το φαινομενικά τεχνικής φύσης πρόβλημα, εγείρει και ηθικά ζητήματα. Σε ένα πιθανό νέο επιδημικό κύμα, για παράδειγμα, η απλή παρουσία ενός φορέα του ιού (για τον οποίο παρεμπιπτόντως δεν γνωρίζουμε αν και πόσο μεταδοτικός είναι) θα σημαίνει μέσω του app συναγερμό σε δεκάδες ή εκατοντάδες ανθρώπους που έτυχε να συγχρωτιστούν (ή και όχι) μαζί του. Αναλόγως τις συνθήκες που θα επικρατούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να υποστούν διαγνωστικό έλεγχο, να αυτοπεριοριστούν ή και να θέσουν υπό περιορισμό τα μέλη της οικογένειάς τους.

Τι θα συμβαίνει όμως στις άκρως πιθανές περιπτώσεις όπου ο διαγνωστικός έλεγχος δεν θα είναι τόσο εύκολος και τα αποτελέσματα δεν θα βγαίνουν τόσο γρήγορα ή δεν θα είναι ακριβή (ο ιός μπορεί αν επωάζεται στον οργανισμό περίπου μία εβδομάδα προτού ανιχνευθεί); Συνακόλουθα προκύπτουν και τεχνικά ζητήματα.

Προκειμένου τα apps να είναι αποδοτικά, θα πρέπει η πλειονότητα του ενεργού πληθυσμού (πάνω από το 60% λένε οι ερευνητές του Imperial College) θα πρέπει να κατεβάσει την εφαρμογή στο smartphone του (αγνοώντας ότι σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού –κυρίως από τις ευάλωτες στον ιό κοινωνικές ομάδες– δεν διαθέτει καν συμβατή συσκευή), να την έχει ενεργοποιημένη κάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι, αλλά και να ανοίγει το ενεργοβόρο Bluetooth. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο τέλος Οκτωβρίου το σύνολο των downloads των 19 εφαρμογών ιχνηλάτησης στην Ευρώπη είναι μόλις 30 εκατομμύρια, πολύ μακριά δηλαδή από το 60% του πληθυσμού που εκτιμούν ως αποτελεσματικό ποσοστό οι ερευνητές.

Θα αντισταθούν οι κυβερνήσεις στον πειρασμό μετά το τέλος της κρίσης;

Η εξίσου ανησυχητική πτυχή που αναδύεται είναι η οικειοθελής «παράδοση» στοιχειωδών ελευθεριών εκ μέρους του ατόμου στους μηχανισμούς επιτήρησης με πρόσχημα τη διασφάλιση της δημόσιας (αλλά και της ιδιωτικής του) υγείας. Οι περισσότερες δημοκρατικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι μετά το πέρας της πανδημικής κρίσης θα πάψουν να χρησιμοποιούν τα όποια δεδομένα συλλέγονται. Ακόμη και οι πιο καλόπιστοι (μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος) εκφράζουν αμφιβολίες για το κατά πόσο ένας τόσο καλά στημένος και λειτουργικός μηχανισμός επιτήρησης δεν θα αξιοποιηθεί και στο μέλλον με διαφορετικό πρόσχημα (π.χ. την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ή άλλων εξωτερικών και εσωτερικών απειλών).

“Οι μηχανισμοί παρακολούθησης των πολιτών έχουν μπει ήδη σε εφαρμογή σε αρκετές χώρες, παραβιάζοντας ευθέως ατομικά δικαιώματα”

Για την οικονομία της συζήτησης, θα δεχθούμε ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις θα αντισταθούν στον πειρασμό και δεν θα εκμεταλλευτούν για άλλους σκοπούς τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, είναι απολύτως βέβαιο ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα ή δικτατορίες ή ακόμη και οι κατ’ επίφαση δημοκρατίες θα πράξουν το ακριβώς αντίθετο.

Οι μηχανισμοί παρακολούθησης των πολιτών έχουν μπει ήδη σε εφαρμογή σε αρκετές χώρες, παραβιάζοντας ευθέως ατομικά δικαιώματα. Στην Πολωνία για παράδειγμα, η αρμόδια υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας απαιτεί απ’ όσους οφείλουν να βρίσκονται σε καραντίνα να κοινοποιούν τη γεωγραφική τοποθεσία τους αλλά και μια selfie που να πιστοποιεί ότι δεν έχουν αφήσει το κινητό στο σπίτι. Στο Ισραήλ, η πανίσχυρη υπηρεσία ασφαλείας της χώρας απέκτησε πρόσβαση στα δεδομένα των παρόχων κινητής προκειμένου να προσδιορίζει με ακρίβεια την εγγύτητα φορέων με άλλους χρήστες.

Από τα βραχιολάκια στα QR codes

Δεν είναι βέβαια μόνο τα apps. Σε διψήφιο αριθμό χωρών σε όλο τον πλανήτη επιστρατεύονται και διάφορα τεχνολογικά μέσα για τον έλεγχο ασθενών και υπόπτων. Σε αρκετές χώρες αξιοποιείται ποικιλοτρόπως σειρά δεδομένων που συλλέγονται με ή χωρίς τη συναίνεση των ατόμων: η γεωγραφική θέση των πολιτών μέσω του GPS του κινητού, το ταξιδιωτικό ιστορικό, οι ιατρικές επισκέψεις, οι συνταγογραφήσεις φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων, οι συναλλαγές με πιστωτική κάρτα και πολλά ακόμη άκρως ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Παράλληλα, κυβερνήσεις επιστρατεύουν κάμερες παρακολούθησης με λειτουργία ανίχνευσης προσώπου, βραχιολάκια για νοσούντες και όσους πρέπει να μείνουν σε καραντίνα, και πολλά ακόμη βγαλμένα από οργουελική φαντασία.

Το πιο ανησυχητικό όμως, κατά τη γνώμη μου, λόγω της ευκολίας εφαρμογής είναι τα QR codes που χρησιμοποιούνται ήδη στην Κίνα για να υποδεικνύουν την επικινδυνότητα του ατόμου (βάσει ιατρικού και ταξιδιωτικού ιστορικού).

Σε ορισμένες περιφέρειες η χρήση τους είναι υποχρεωτική, καθώς είναι επιβεβλημένο να επιδείξεις τον κωδικό σου προτού επιβιβαστείς σε μέσα μαζικής μεταφοράς, ή προτού μπεις σε δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εκτός βέβαια από τους νοσούντες και τους επικίνδυνους, οι εφαρμογές αυτές θα πιστοποιούν και όσους έχουν νοσήσει στο παρελθόν, δημιουργώντας μια ανατριχιαστική υπερταξική διάκριση μεταξύ άνοσων και επίνοσων.

Οι πρώτοι θα έχουν το αναντίρρητο πλεονέκτημα να ταξιδεύουν, να εργάζονται, να κοινωνικοποιούνται και να διασκεδάζουν δίχως να ανησυχούν ότι θα μολυνθούν ή θα μολύνουν. Οι υπόλοιποι θα ζουν σε ένα διαρκές καθεστώς φόβου και ανασφάλειας, η οποία φαινομενικά θα μετριάζεται από τα συστήματα μαζικής παρακολούθησης.

Είναι ίσως η πιο δυσοίωνη προοπτική των πολυσυζητημένων διαβατηρίων ανοσίας. Και είναι ένας από τους πολλούς λόγους ώστε να μπουν εγκαίρως οι βάσεις ώστε να καταπολεμηθεί η πανδημία και οι συνέπειές της, χωρίς να καταστρατηγηθούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Για να γίνει αυτό, οι μηχανισμοί και οι τεχνολογίες στις οποίες θα βασιστούν, θα πρέπει να ενισχύουν την αίσθηση της ασφάλειας, και όχι να επιτείνουν την ανασφάλεια των πολιτών.